Είμαι δίκαιος, σημαίνει λογαριάζομαι ή
ανακηρύσσομαι δίκαιος από το Θεό. Η Βίβλος, πολύ καθαρά διδάσκει τη δικαίωση
δια πίστεως:
«Ο
δίκαιος θέλει ζήσει εκ πίστεως» (Αβακ.β:4
Ρωμ.α:17 Γαλ.γ:11 Εβρ.ι:38).
Ο απόστολος Παύλος κήρυξε αυτή την αλήθεια: «Έστω λοιπόν γνωστόν εις εσάς, άνδρες
αδελφοί, ότι δια τούτου (του Ιησού)
κηρύττεται προς εσάς άφεσις αμαρτιών και από πάντων αφ’ όσων δεν ηδυνήθητε δια
του νόμου του Μωυσέως να δικαιωθείτε, δια τούτου πας ο πιστεύων δικαιούται»
(Πράξ.ιγ:38-39).
Ο Παύλος τόνισε τη δικαίωση δια της πίστεως
στα γραφτά του:
«Διότι εξ έργων νόμου δεν θέλει δικαιωθή ουδεμία σαρξ ενώπιον αυτού επειδή δια του νόμου γίνεται η γνώρισις της αμαρτίας. Τώρα δε χωρίς νόμου η δικαιοσύνη του Θεού εφανερώθη, μαρτυρουμένη υπό του νόμου και των προφητών δικαιοσύνη δε του Θεού δια πίστεως Ιησού Χριστού, εις πάντας και επί πάντας τους πιστεύοντας διότι δεν υπάρχει διαφορά επειδή πάντες ήμαρτον, και υστερούνται της δόξης του Θεού δικαιούνται δε δωρεάν με την χάριν αυτού, δια της απολυτρώσεως της εν Χριστώ Ιησού τον οποίον ο Θεός προέθετο μέσον εξιλεώσεως δια της πίστεως εν τω αίματι αυτού, προς φανέρωσιν της δικαιοσύνης αυτού, δια την άφεσιν των προγενομένων αμαρτημάτων, δια της μακροθυμίας του Θεού» (Ρωμ.γ:20-25).
«Εξεύροντες
ότι δεν δικαιούται άνθρωπος εξ έργων νόμου, ειμή δια πίστεως Ιησού Χριστού, και
ημείς επιστεύσαμεν εις τον Ιησούν Χριστόν, δια να δικαιωθώμεν εκ πίστεως Χριστού,
και ουχί εξ έργων νόμου διότι δεν θέλει δικαιωθή εξ έργων νόμου ουδείς
άνθρωπος»
(Γαλ.β:16).
Το Ρωμ.δ και Γαλ.γ περιέχουν επιπλέον
διδασκαλία πάνω στο θέμα.
Η κατάληξη είναι: κανείς δεν μπορεί να
δικαιωθεί παρατηρώντας το νόμο του Μωυσή ή κάνοντας καλά έργα. Αντίθετα, ο
μόνος δρόμος για τη σωτηρία είναι δια πίστεως στον Ιησού Χριστό και τη θυσία
Του για μας.
Έχοντας εδραιώσει αυτό, το επόμενο βήμα είναι
να εξετάσουμε ποια είναι η πραγματική πίστη στο Χριστό και πως μπορούμε να την
έχουμε.
Δικαίωση δια πίστεως δεν σημαίνει σωτηρία με
το να πιστεύεις κάποια πράγματα, αντί να πράττεις το σωστό. Σημαίνει ότι
έρχεσαι μπροστά στο θρόνο της χάρης με τις αρετές και τα προσόντα του Χριστού,
αντί τα δικά σου.
Η πηγή της πίστης
Πριν εξετάσουμε με λεπτομέρειες το θέμα της
πίστης, πρέπει ν’ απαντήσουμε στο ερώτημα: «Ποια είναι η αρχή ή η προέλευση της
πίστης;». Αν ο άνθρωπος μπορεί να κατασκευάσει, να επινοήσει ή να σκαρώσει από
μόνος του την πίστη, τότε θα φαίνεται ότι αυτός σώζει τον εαυτό του, ή τουλάχιστον
μερικώς. Αυτό όμως αναιρεί τη διδασκαλία της χάρης. Η απάντηση είναι ότι η
ικανότητα κατοχής πίστης, προέρχεται απ’ τη χάρη του Θεού.
Όμως, αυτό δημιουργεί ένα δεύτερο πρόβλημα.
Αν ο Θεός δίνει την πίστη που χρειάζεται στον καθένα, τότε όλοι θα σωθούν; Απ’ την
άλλη μεριά, αν ο Θεός δίνει αυτή την πίστη μόνο σε ορισμένους, θα καταδικάσει
δεσποτικά τους υπόλοιπους, να πάνε στην κόλαση, χωρίς να τους δώσει την
ευκαιρία να διαλέξουν;
Η απάντηση είναι ότι πραγματικά ο Θεός δίνει
πίστη στον καθένα, αλλά αφήνει την κρίση στον άνθρωπο να την αποδεχτεί και να
την εφαρμόσει στη ζωή του.
Ένας άλλος τρόπος να εκφράσουμε αυτή τη σκέψη
είναι ότι ο Θεός δίνει σε όλους την ικανότητα να πιστέψουν σ’ Αυτόν. Όλοι οι
άνθρωποι έχουν την ικανότητα να πιστέψουν, αλλά δεν διαλέγουν όλοι να το κάνουν.
Όλοι πιστεύουν, ή μπορούν να πιστέψουν σε κάτι, άσχετα αν αυτό είναι ο Θεός, ο
διάβολος, κάποιος ψεύτικος θεός, ο εαυτός, κάποιος άνθρωπος, ή κάποιο υλικό
πράγμα.
Με τη δημιουργία, ο Θεός έδωσε μια πολύ
ξεκάθαρη μαρτυρία του Εαυτού Του, ώστε ο καθένας να έχει την ευκαιρία να
πιστέψει σ’ Αυτόν και να μην μπορεί να δικαιολογηθεί αν δεν το κάνει
(Ρωμ.α:19-20).
Η Γραφή διδάσκει ότι ο Θεός δίνει σε όλους
την ικανότητα να πιστέψουν και γι’ αυτό είναι η πηγή της χριστιανικής πίστης.
«Κατά
το μέτρον της πίστεως το οποίον ο Θεός εμοίρασεν εις έκαστον» (Ρωμ.ιβ:3).
Ο Ιησούς είναι ο αρχηγός και τελειωτής της
πίστης μας (Εβρ.ιβ:2).
Ακόμα και μετά την αναγέννηση, το Άγιο Πνεύμα
συνεχίζει να μεταδίδει πίστη σαν υπερφυσικό χάρισμα σε κρίσιμες στιγμές και σαν
ένα στοιχείο καθημερινής χριστιανικής ζωής - καρπός (Α΄Κορ.ιβ:9 Γαλ.ε:22).
Εξαιτίας της αμαρτωλής μας φύσης, κανείς δεν
θα μπορούσε να εκζητήσει το Θεό από μόνος του, χωρίς να τον ελκύσει Αυτός (Ιωάν.γ:27 ς:44 Ρωμ.γ:10-12).
Κανείς δεν θα μπορούσε να πιστέψει στο Θεό,
αν Αυτός δεν παραχωρούσε αυτή την πίστη. Ωστόσο, ο Χριστός πέθανε για όλο τον
κόσμο για να μπορεί να αποδώσει χάρη στον καθένα (Ιωάν.γ:16).
Αν και ο άνθρωπος είναι τόσο διεφθαρμένος και
αμαρτωλός, ώστε να μην μπορεί από μόνος του να διαλέξει το Θεό, ο Θεός δίνει
στον καθένα την ικανότητα να Τον εκζητήσει και ν’ ανταποκριθεί στο κάλεσμά Του.
Η Βίβλος μας διδάσκει ότι η χάρη του Θεού
προηγείται της σωτηρίας, ικανώνοντας και ενθαρρύνοντας όλους τους ανθρώπους να
δεχτούν το έργο της σωτηρίας του Θεού:
«Διότι
εφανερώθη η χάρις του Θεού η σωτήριος εις πάντας ανθρώπους» (Τίτ.β:11).
«Ο
Θεός, τώρα παραγγέλλει εις πάντας τους ανθρώπους πανταχού να μετανοώσι» (Πράξ.ιζ:30).
Αυτός τους δίνει την ικανότητα να εκπληρώσουν
τις απαιτήσεις Του (Φιλιπ.β:13 Α’
Ιωάν.ε:3).
Ο Θεός θέλει να μετανοήσουν όλοι οι άνθρωποι
και γι’ αυτό δίνει σ’ όλους την ευκαιρία να το κάνουν (Β’ Πέτρ.γ:9). Η
χρηστότητα του Θεού οδηγεί τον άνθρωπο σε μετάνοια (Ρωμ.β:4) και γι’ αυτό είναι
διαθέσιμη στον καθένα για να μπορέσει να μετανοήσει. Η κλήση είναι για όλους
(Ματθ.ια:28 Αποκ.κβ:17), αλλά μόνο όσοι
ανταποκριθούν θα σωθούν. Πολλοί είναι οι κεκλημένοι αλλά λίγοι οι εκλεκτοί
(Ματθ.κ:16 κβ:14).
Βλέπουμε ακόμα ότι η πίστη προέρχεται από το
λόγο του Θεού (Ρωμ.ι:17). Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις μέσα στη Γραφή που το
άκουσμα του λόγου του Θεού έφερε πίστη. Για παράδειγμα, οι Σαμαρείτες, ο Κορνήλιος
και η οικιακοί του και οι Κορίνθιοι (Πράξ.η:12, ι:44, ιη:8).
Ο καθένας λοιπόν παίρνει ένα αρχικό μέτρο
πίστης από το Θεό. Μπορούμε ν’ αυξήσουμε την πίστη μας ακούγοντας το λόγο του
Θεού και με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Είμαστε υπεύθυνοι ν’ αφήσουμε το
Θεό ν’ αυξήσει την πίστη μας, χρησιμοποιώντας το μέτρο της πίστης που έχει
βάλει στην καρδιά μας.
Ορισμός της πίστης
Έχουμε ήδη εξετάσει την πίστη, σαν την θετική
ανταπόκριση του ανθρώπου προς το Θεό και σαν το μέσο με το οποίο ο άνθρωπος
δέχεται τη σώζουσα χάρη του Θεού.
Είδαμε ότι είναι το μέσο δια του οποίου υποτασσόμαστε
στο Θεό, υπακούμε στο λόγο Του, και Του επιτρέπουμε να εφαρμόσει το έργο της
σωτηρίας στη ζωή μας.
Αυτό ακριβώς είναι η λειτουργία της πίστης. Τώρα
θα προσπαθήσουμε να ορίσουμε ακριβώς τι είναι πίστη.
Πίστη λοιπόν είναι μια κατάσταση ή συνήθεια του
μυαλού με την οποία εμπιστευόμαστε ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα. Είναι η υποταγή σε
κάποιο καθήκον ή πρόσωπο και ειδικά όταν αναφέρεται στο Θεό, αυτό είναι πολύ δυνατό.
Στην καθημερινή του χρήση, το ρήμα πιστεύω ίσως να μην έχει τόση δύναμη.
Για παράδειγμα, οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν
ότι ο Χριστός είναι ζωντανός, ότι με κάποια έννοια είναι ο Γιος του Θεού κι ότι
πέθανε πάνω στο σταυρό για τις αμαρτίες του κόσμου.
Αν όμως ανοίξουμε το λεξικό (Ι. Σταματάκου),
θα δούμε ότι η λέξη εμπεριέχει την έννοια της εμπιστοσύνης και της πεποίθησης
εις τι. Έτσι, πιστεύω στον Ιησού Χριστό, σημαίνει ότι προσωπικά βασίζομαι και
εμπιστεύομαι απόλυτα τον Ιησού σαν Σωτήρα. Ακόμα εμπεριέχει την ολοκληρωτική
αναγνώριση της αποκάλυψης του Θεού και την προσωπική υποταγή σ’ αυτήν που
φανερώνεται με ανάλογο τρόπο ζωής.
Η αίρεση της «φτηνής χάρης» έκανε τη σωτηρία
ένα διαβατήριο για τον ουρανό το οποίο εξασφαλίζεται απλά με το βάπτισμα, με
μια δημόσια επιβεβαίωση πίστης, ή επειδή ανήκεις στη συγκεκριμένη συνάθροιση
(!).
Όμως, το δώρο της σωτηρίας, δε απαιτεί μόνο
κάποια εξωτερικά γνωρίσματα μιας διανοητικής συγκατάθεσης ή μιας εκούσιας
υποταγής στο Ευαγγέλιο, αλλά την απόλυτη παράδοση και την συνεχή μαθητεία κάτω
από το σταυρό.
Τρία συστατικά της σώζουσας πίστης
Σώζουσα πίστη σημαίνει πολύ περισσότερα από
μια διανοητική γνώση ή συγκατάθεση. Στην πραγματικότητα, μπορούμε να αναγνωρίσουμε
τρία στοιχεία κλειδιά της σώζουσας πίστης: γνώση, συγκατάθεση και οικειοποίηση
ή εφαρμογή.
Για να πιστέψει κάποιος, πρώτα απ’ όλα πρέπει
να έχει κάποιο βαθμό γνώσης ή κατανόησης του αντικειμένου της πίστης του.
Πρέπει να ξέρει τι διατείνεται ότι πιστεύει. Η σώζουσα πίστη δεν απαιτεί να
καταλάβουμε τα πάντα περί Θεού και ζωής, αλλά απαιτεί να καταλάβουμε την ανάγκη
μας για σωτηρία κι ότι ο Ιησούς είναι ο μόνος σωτήρας.
Δεύτερο, για να πιστέψει κάποιος, πρέπει να
συγκατατεθεί ή να αποδεχτεί διανοητικά το θέμα. Η γνώση δεν είναι αρκετή, γιατί
μπορεί να το καταλαβαίνει, αλλά να μην το πιστεύει. Ακόμα, εκτός απ’ το να το
καταλαβαίνει, χρειάζεται και η γνώση ότι αυτό που υποστηρίζεται είναι σωστό.
Τελικά, το άτομο, χρειάζεται να οικειοποιηθεί
αυτό που πιστεύει. Με άλλα λόγια, να υπάρξει μια πρακτική εφαρμογή της
αλήθειας. Ο μόνος τρόπος να πιστέψουμε ένα άλλο πρόσωπο, είναι με το να δεχτούμε
και ν’ ακολουθήσουμε το λόγο του.
Η σώζουσα πίστη στον Ιησού Χριστό, περιέχει
κάτι περισσότερο από το να ξέρουμε διανοητικά ότι είναι Σωτήρας. Πρέπει να
οικειοποιηθούμε αυτή την αλήθεια με τρόπο ώστε να διοικεί και να χαρακτηρίζει
τη ζωή μας. Αυτό μπορεί να συμβεί, υπακούοντας στο ευαγγέλιο του Ιησού, ταυτιζόμενοι
με Αυτόν με πλήρη υποταγή και εδραιώνοντας μια σχέση πλήρους εμπιστοσύνης,
προσκόλλησης και ανάπαυσης πάνω Του.
Όπως είδαμε, οι λέξεις πίστη και πιστεύω,
δίνουν έμφαση σ’ αυτό ακριβώς το τρίτο στοιχείο, χωρίς το οποίο δεν υπάρχει
σώζουσα πίστη.
Πολλοί ομολογούν τον Ιησού Κύριο και Σωτήρα
κι όμως παραδέχονται ότι δεν έχουν υπακούσει το ευαγγέλιο. Αν κι έχουν τη
γνώση, έχουν συμφωνήσει, δεν έχουν οικειοποιηθεί το ευαγγέλιο στη ζωή τους. Δεν
έχουν ενεργήσει σύμφωνα με την αλήθεια. Δεν έχουν υποταχθεί στο Χριστό, ή δεν
έχουν ταυτιστεί μαζί Του.
Σαν συμπέρασμα, η σώζουσα πίστη είναι
ενεργητική εξάρτηση από το Θεό και το λόγο Του. Δεν μπορούμε να την ξεχωρίσουμε
από την εμπιστοσύνη, την υπακοή και την υποταγή.
Παραδείγματα ανεπαρκούς πίστης
Οι Γραφές μας δίνουν πολλά παραδείγματα
ανθρώπων που είχαν κάποιο βαθμό πίστης στο Χριστό και όμως δεν ήταν σωσμένοι.
Αυτό φανερώνει ότι κάποιος μπορεί να πιστεύει διανοητικά τον Ιησού σαν Κύριο
και Σωτήρα κι όμως να μην Τον υπακούει, να μην αναπαύεται σ’ Αυτόν, να μην υποτάσσεται
σ’ Αυτόν, ώστε να σωθεί.
Για παράδειγμα, πολλοί Ισραηλίτες πίστεψαν
στον Ιησού όταν είδαν τα θαύματα που έκανε. Όμως, ο Ιησούς δεν τους
εμπιστευόταν γιατί ήξερε τις καρδιές τους. Δεν είχαν υποταχθεί πλήρως σ’ Αυτόν,
αναγνωρίζοντάς Τον σαν Κύριο της ζωής τους (Ιωάν.β:23-25).
Το ίδιο, πολλοί Εβραίοι θρησκευτικοί ηγέτες
πίστεψαν στον Ιησού, αλλά δεν Τον ομολογούσαν γιατί φοβόταν να μην τους κάνουν
αποσυνάγωγους. Τους άρεσε περισσότερο η δόξα των ανθρώπων από τη δόξα του Θεού
(Ιωάν.ιβ:42-43). Ο Θεός δεν τους δέχτηκε επειδή δεν ενήργησαν σύμφωνα μ’ αυτό
που έλεγαν ότι πίστευαν.
Σύμφωνα με τον Ιησού, κάποιοι που κάνουν
μεγάλα θαύματα στο όνομά Του, αν αρνηθούν να κάνουν το θέλημα του Θεού, δεν θα σωθούν
(Ματθ.ζ:21-27). Έχουν αρκετή πίστη για θαύματα, αλλά δεν έχουν αρκετή για να
υπακούσουν το λόγο του Θεού κατά πάντα. Έχουν πίστη, αλλά όχι σώζουσα πίστη!
Οι Σαμαρείτες πίστεψαν στο κήρυγμα του
Φίλιππου και βαπτίστηκαν, αλλά δεν έλαβαν το Άγιο Πνεύμα μέχρι που ήρθαν ο
Πέτρος και ο Ιωάννης (Πράξ.η:12-17). Ο Σίμων ο μάγος ήταν ένας απ’ αυτούς που
πίστεψαν και βαπτίστηκαν, αλλά αργότερα προσπάθησε ν’ αγοράσει την πνευματική δύναμη
και ευλογία με χρήματα (Πράξ.η:18-19). Ο Πέτρος τον επίπληξε και του είπε να
μετανοήσει για την κακοήθειά του: «Συ δεν
έχεις μερίδα ουδέ κλήρον εν τω λόγω τούτω διότι η καρδία σου δεν είναι ευθεία
ενώπιον του Θεού. Μετανόησον λοιπόν από της κακίας σου ταύτης, και δεήθητι του
Θεού, ίσως συγχωρηθή εις σε η επίνοια της καρδίας σου επειδή σε βλέπω ότι είσαι
εις χολήν πικρίας και δεσμόν αδικίας» (Πράξ.η:21-23). Αυτή τη στιγμή δεν
ήταν σωσμένος, αν και είχε πιστέψει μέχρι ένα σημείο.
Ακόμα και τα δαιμόνια πιστεύουν σε ένα Θεό
(Ιάκ.β:19), κάτι περισσότερο απ’ αυτό που κάποιοι πιστεύουν. Όχι μόνο πιστεύουν,
αλλά και ομολογούν ότι ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού (Ματθ.η:29). Όμως, άσχετα
με την πίστη τους και την ομολογία τους, δεν έχουν την πίστη που θα τα σώσει.
Σε κάθε μια από τις παραπάνω περιπτώσεις,
υπήρξε διανοητική κατανόηση και αποδοχή, αλλά δεν υπήρχε ολοκληρωτική υποταγή
και υπακοή στον Ιησού και το λόγο Του. Είχαν πίστη, αλλά όχι αρκετή ώστε να
σωθούν. Η σώζουσα πίστη, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την υπακοή.