Λουκάς ιε:11-32
Η πολύ γνωστή παραβολή του άσωτου γιου. Αλλά, όπως συνήθως
συμβαίνει, με ότι είναι γνωστό, στεκόμαστε σ’ αυτό που ήδη ξέρουμε και δεν
προσέχουμε να δούμε και άλλες μεγάλες αλήθειες που υπάρχουν και βγαίνουν μέσα
από τον λόγο του Θεού. Συνήθως, οι χριστιανοί, πιστεύουν ότι αυτή η παραβολή
δεν έχει να πει τίποτα γι’ αυτούς, γιατί την διαβάζουν με τον τρόπο που τους
βολεύει. Πιστεύουν ότι το θέμα της παραβολής είναι η συμπεριφορά ενός άσωτου
γιου.
Όμως, αυτή η παραβολή έχει σκοπό, βρίσκεται μέσα σ’ ένα
πλαίσιο που καλά θα κάνουμε να το επανεξετάσουμε, με την ελπίδα να εμπνευστούμε
από το σκοπό της.
Η παραβολή αυτή είναι η ανταπόκριση του Ιησού σε μια παρατήρηση των Φαρισαίων (ιε:1). Οι Φαρισαίοι παραπονιόταν επειδή ο Ιησούς είχε επαφή με αμαρτωλούς. Ο σκοπός λοιπόν της παραβολής είναι να απαντήσει στους Φαρισαίους και να εξηγήσει το γιατί, χρησιμοποιώντας εικόνες της καθημερινότητας. Με τη σειρά των παραβολών που τους λέει, ο Ιησούς προσπαθεί να τους κάνει να καταλάβουν ότι είναι εκεί για να βρει το χαμένο πρόβατο, την χαμένη δραχμή, τον χαμένο άνθρωπο!
Ανάμεσα λοιπόν στις παραβολές είναι κι αυτή που μελετάμε:
ενός άσωτου γιου που ποτέ δεν ξέχασε το σπίτι του πατέρα, ενός πατέρα που ποτέ
δεν ξέχασε το παιδί του κι ενός μεγάλου αδελφού που εύκολα ξέχασε τον αδελφό
του.
Η πρώτη σκηνή της ιστορίας αφορά έναν γιο που προσπάθησε να
φύγει και να ξεχάσει το σπίτι του πατέρα, αλλά τελικά δεν μπόρεσε (ιε:12-13). Διαχρονική εικόνα, του κάθε
ανθρώπου που φεύγει μακριά από τον Θεό, επειδή θέλει να κάνει του κεφαλιού του.
Να γίνει κύριος της ζωής του, των επιθυμιών του, των ονείρων του. Νομίζει ότι
αν αποδράσει θα βρει την ευτυχία. Αισθάνεται εγκλωβισμένος μέσα στο σπίτι του
πατέρα και νομίζει ότι δεν μπορεί να ζήσει την ζωή και να βρει την ευτυχία που
έχει φανταστεί.
Από την αρχή της ιστορίας του ανθρώπινου γένους, αυτό ήταν το
δέλεαρ της αμαρτίας. Η Εύα ήθελε να γίνει θεός, να ζήσει αυτόνομα, να
εξουσιάζει την ζωή της. Αυτό είναι το πρόβλημα του ανθρώπου και σήμερα. Μπορεί
να πιστεύει ότι υπάρχει Θεός, αλλά δεν θέλει να δεχτεί αυτόν τον Θεό να έχει
τέτοια σχέση με την ζωή του που να πρέπει να την ορίζει. Ο άνθρωπος πιστεύει
στο μυαλό του και στις δυνάμεις του, πιστεύει ότι έχει αξία σαν άνθρωπος κι ότι
δεν χρειάζεται κάτι έξω από αυτόν για να του δώσει αξία ή να ορίσει την ζωή
του. Διεκδικεί δηλαδή κάτι που δεν του ανήκει, αλλά του δόθηκε, κι αυτό είναι η
ίδια η ζωή.
Η κατάληξη αυτής της θέσης είναι στο τέλος να τα χάσεις όλα.
Το όνειρο που τον ώθησε να φύγει, έγινε ξαφνικά εφιάλτης. Αλλά σ’ εκείνο το
σημείο ακριβώς, θυμήθηκε το σπίτι του πατέρα!
εδ.17-19 Η παραβολή λοιπόν αυτή είναι η
ιστορία ενός χαμένου γιου που αν και προσπάθησε, ποτέ δεν ξέχασε το σπίτι του
πατέρα. Όμως είναι και η ιστορία ενός πατέρα που ποτέ δεν ξέχασε τον γιο του.
εδ.20 Ας αφήσουμε λίγο τη φαντασία μας να
δουλέψει. Ας προσπαθήσουμε να δούμε τι μπορεί να σκέφτεται αυτό το παιδί καθώς
γυρνάει στο σπίτι του πατέρα. Είναι λογικό το μυαλό του να είναι γεμάτο
αμφιβολίες, θα αναρωτιέται συνέχεια αν θα τον δεχτεί ο πατέρας του πίσω στο
σπίτι. Αν τα πράγματα θα είναι το ίδιο όπως πριν φύγει.
Ας δούμε όμως και τον πατέρα. Καθημερινά αγναντεύει τον
ορίζοντα περιμένοντας το παιδί του να γυρίσει πίσω. Τελικά τον βλέπει ενώ ήταν
ακόμα μακριά, αλλά είναι σίγουρος ότι αυτός που έρχεται είναι ο γιος του.
Τρέχει λοιπόν προς αυτόν, πέφτει πάνω του και φιλώντας τον προσπαθεί να σηκώσει κάθε αμφιβολία και κάθε
φόβο που μπορεί να έχει ο μικρός.
εδ.22-24 Γιορτή και πανηγύρια, γιατί ο
χαμένος γιος βρέθηκε. Δεν ήταν απλά μια γιορτή, αλλά η καλύτερη γιορτή. Ο γιος
ντυμένος με την καλύτερη στολή, φορά το δαχτυλίδι του πατέρα και το καλύτερο
κρέας έτοιμο πάνω στο τραπέζι (ιε:10).
Πολύ πιθανό, οι περισσότεροι να έχουμε βιώσει ανάλογες
καταστάσεις, αλλά θα πει κανείς, ωραία, ο γιος γύρισε, δόξα στον Θεό, τέλος
καλό, όλα καλά!
Όμως, η παραβολή δεν τελειώνει εδώ! Υπάρχει και μια δεύτερη
σκηνή, είναι το μέρος της παραβολής που δύσκολα βλέπουμε.
Είδαμε μέχρι τώρα τις μεταλλάξεις της σχέσης του πατέρα και
του γιου, είδαμε την μετάνοια του παιδιού, είδαμε την συγχώρεση του πατέρα. Το
θέμα τώρα είναι η αντίδραση του μεγάλου αδελφού μπροστά σ’ αυτή την εικόνα. Στο
χαμό και την επιστροφή του αδελφού του, αλλά και στην χάρη που δείχνει ο
πατέρας.
εδ.25-28 Τι κάνει ο μεγάλος αδελφός μπροστά
σε ότι συνέβη αυτή την τόσο μεγάλη και σημαντική μέρα για το σπίτι; Οργίζεται
και δεν θέλει ούτε να τον δει. Ούτε φαίνεται να του έλειψε. Δεν ήξερε ότι
επέστρεψε, δεν είχε καταλάβει τι είχε γίνει εκείνη την ημέρα, αντίθετα με τον
πατέρα.
εδ.29-30 Το πρόβλημα του μεγάλου αδελφού
φαίνεται τελικά ότι είναι τα μοσχάρια, τα ρούχα και το δαχτυλίδι του πατέρα.
Σαν να μην είχε καμία σημασία πλέον ο μικρός αδελφός του. Ο μεγάλος αδερφός
ξέχασε το μικρό αδερφό και θα ήθελε να είχε ξεχαστεί και από τον πατέρα.
Ας σκεφτούμε τους Φαρισαίους που ακούνε αυτή την παραβολή και
ιδιαίτερα όταν ο Ιησούς φτάνει σ’ αυτό το σημείο της ιστορίας. Είναι σαν να
τους λέει ότι η αντίδρασή τους δεν διαφέρει από την αντίδραση του μεγάλου
αδελφού της παραβολής. Τον είχαν ρωτήσει γιατί τρώει με αμαρτωλούς. Ο μεγάλος
αδελφός όταν αναφέρεται στο μικρό λέει: «ο
καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών».
Η ερώτηση είναι: μήπως και η δική μας στάση κάποιες φορές
μοιάζει μ’ αυτή των Φαρισαίων, μήπως μοιάζει με τη στάση του μεγάλου αδελφού;
Ούτε είχε καταλάβει ότι γύρισε ο αδελφός του. Χωμένος μέσα στις δουλειές και τις
ενασχολήσεις του, ξέχασε ότι είχε ένα μικρό αδερφό που είχε φύγει από το σπίτι.
Μήπως κι εμείς απασχολημένοι μ’ ένα σωρό πράγματα ξεχάσαμε το χαμένο μας
αδερφό; Και δεν μιλάω για τους φυσικούς αδελφούς ή συγγενείς, αλλά για κάθε
άνθρωπο. Μήπως κι αν γύρισε δεν τον προσέξαμε; Μήπως δεν χαρήκαμε που γύρισε;
Μήπως δεν τον καλοδεχτήκαμε;
Ο Ιησούς, όταν έλεγε αυτή την παραβολή στους Φαρισαίους, τους
σωστούς, τους δίκαιους, τους κατά πάντα εντάξει, εννοούσε ότι ξέχασαν τον μικρό
τους αδελφό, τον χαμένο, ότι ξέχασαν την αποστολή τους.
Ο μεγάλος αδερφός, αναφερόμενος στο μικρό, δεν είπε ο αδερφός
μου, αλλά ο υιός σου ούτος!
Το θέμα είναι, τι κάνουμε εμείς σήμερα!
εδ.11-13 Για να θυμηθούμε πάλι την ιστορία
καθώς και την επιστροφή του άσωτου (εδ.21-24).
εδ.25-32 Ας παρακολουθήσουμε μια φανταστική
ιστορία: ένας πατέρας, τα μπλέκει με μια άλλη γυναίκα, φεύγει μαζί της
παρατώντας την οικογένειά του. Η ζωή όλων επηρεάζεται απ’ αυτό το γεγονός, αλλά
ιδιαίτερα η ζωή του γιου. Για τον γιο ο πατέρας ήταν ο κόσμος ολόκληρος και
τώρα αυτός ο κόσμος έχει σωριαστεί κάτω. Ο γιος είναι άριστος μαθητής με το
μέλλον του προδιαγεγραμμένο επιτυχημένο μπροστά του, αλλά τώρα τα παράτησε όλα
και μάλιστα την περίοδο των πανελλήνιων εξετάσεων. Τώρα ξενυχτά και αλητεύει με
τους φίλους του σπαταλώντας τη ζωή του. Και τα πράγματα χρόνο με το χρόνο
γίνονται χειρότερα. Θέλεις οι παρέες, θέλεις ότι χρειάζεται χρήματα και δεν
ξέρει που να τα βρει, άρχισαν οι μικροκλοπές, μετά μεγαλύτερες κλοπές, στο
τέλος η φυλακή. Μετά από χρόνια, κάποια στιγμή, έχει επισκεπτήριο, πηγαίνει και
βλέπει τον πατέρα του. Η ζωή του όλο αυτό τον καιρό στη φυλακή έχει ρημάξει και
τώρα μπροστά του βρίσκεται ο πατέρας του. Τα λόγια δύσκολα βγαίνουν από το
στόμα. Κάθονται, σκυθρωποί και οι δύο, ο πατέρας κοιτάζει το γιο και του λέει,
παιδί μου συγνώμη.
Αν όλα αυτά συνέβαιναν σε μια ταινία, θα χαιρόμασταν και θα
περιμέναμε να δούμε το γιο να αγκαλιάζει τον πατέρα, να τον φιλά, να τον
συγχωρεί και οι δύο μαζί να κλαίνε. Όμως στη ζωή τα πράγματα δεν είναι ακριβώς
έτσι.
Καλό είναι το συγνώμη, ΑΛΛΑ που πάνε όλα αυτά τα χρόνια, όλη
αυτή η ζωή που χαραμίστηκε, ποιος θα πληρώσει το λογαριασμό; Γιατί την ασωτία
του πατέρα να την πληρώσει ο γιος; Το αίσθημα του δίκιου πνίγει. Γιατί το
λογαριασμό να μην τον πληρώνει ο ένοχος και να τον πληρώνει ο αθώος. Αν
συμφωνείτε μαζί μου, αν σας πνίγει το ίδιο ερώτημα, τότε θα εκτιμήσετε το ρόλο
του μεγάλου αδερφού στην παραβολή του άσωτου γιου.
Ο ρόλος του μεγάλου αδερφού μέσα στην παραβολή, την σώζει από
το να θεωρηθεί σαν μια μελό ιστορία που στο τέλος είναι όλα καλά κι ωραία μετά
από τη συγκίνηση, τα φιλιά, τα δάκρυα, τις αγάπες, όλα τα ξεχνάμε και ζούμε
εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα!
Ο άσωτος επιστρέφει, ο πατέρας τον δέχεται και ο μεγάλος
αδερφός ρωτάει μια πολύ σημαντική ερώτηση.
Αν καταφέρουμε έστω και για λίγο να μπούμε στη θέση του
μεγάλου αδερφού θα μπορέσουμε να καταλάβουμε και να εκτιμήσουμε το ευαγγέλιο
της χάρης του Θεού εν Χριστώ Ιησού.
Ας δούμε λοιπόν την ιστορία μας από μια άλλη οπτική γωνία. Ο
μικρός αδερφός ζητάει από τον πατέρα το δικό του μερίδιο της περιουσίας.
Σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής τότε, ο πρωτότοκος παίρνει διπλάσια μερίδα από
την κληρονομία, τα 2/3 και ο μικρός παίρνει το 1/3.
Βέβαια, δεν τα έπαιρνε σε χρήμα, επιταγές ή μετοχές, αλλά σε
είδος: ζώα, χωράφια, καρπούς τα οποία πρέπει να ρευστοποιήσει.
εδ.13 παίρνει αυτά που δικαιωματικά του
ανήκουν (την περιουσία του), φεύγει και τα διασκορπίζει ζώντας άσωτα.
Μετά, ήρθε η πείνα, τα γουρούνια, τα ξυλοκέρατα, ο μικρός αδερφός ταπεινωμένος
επιστρέφει στο σπίτι και ο πατέρας του τον δέχεται. Δικαίωμά του του πατέρα και
μπράβο του.
Όμως, δεν τον δέχεται απλά, τον βάζει μέσα στο σπίτι, του
δίνει τα καλύτερα ρούχα, σανδάλια, το δαχτυλίδι που ουσιαστικά ισοδυναμεί με
ελεύθερη πρόσβαση σε όλη την περιουσία! Σφάζει το καλύτερο μοσχάρι και κάνει
τραπέζι! Βλέπουμε δηλαδή τον πατέρα να ξοδεύει και η ερώτηση είναι, τίνος
περιουσία ξοδεύει ο πατέρας; Η απάντηση είναι απλή, αλλά πρέπει να την δούμε
για να καταλάβουμε γιατί οργίζεται ο μεγάλος αδελφός.
Ο πατέρας ξοδεύει από τα 2/3 που ανήκουν στο μεγάλο αδερφό.
Στο εδάφιο 31 λέει ο πατέρας στο μεγάλο αδελφό, «και πάντα τα εμά σα είναι». Είναι σαν να του λέει: γιε μου, ξέρω
ότι όλα αυτά που έχω και διαχειρίζομαι τώρα είναι δικά σου, ξέρω ότι από τα
δικά σου δίνω. Το έλεος του πατέρα έχει κόστος, αλλά το κόστος καλείται να το
πληρώσει ο μεγάλος αδελφός!
Ακριβώς αυτό είναι που κάνει το μεγάλο αδελφό να αγανακτεί
και να οργίζεται και δίκαια να επαναστατεί! Θα σκεφτόταν, ωραία αυτός ζει όπως
ζει αλλά την πληρώνω εγώ! Ο ένοχος καθαρίζει μ’ ένα απλό συγνώμη και τα
σπασμένα τα πληρώνω εγώ.
Ο μεγάλος αδελφός της παραβολής λέει: Δεν θέλω να πληρώσω το
κόστος γι’ αυτόν. Δεν αξίζει να πληρώσω εγώ γι’ αυτόν. «Ο υιός σου ούτος ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών» (εδ. 30)
γυρνά και εσύ του στρώνεις τραπέζι αλλά τον λογαριασμό τον πληρώνω εγώ!
Η παραβολή του άσωτου γιου, είναι η ιστορία του καθένα μας.
Και στη ζωή του καθένα μας υπάρχει μια επιστροφή, υπάρχει ένα τραπέζι που ο
Πατέρας στρώνει, αλλά υπάρχει κι ένας λογαριασμός που πρέπει να πληρωθεί.
Και μόνο αν καταλάβουμε τη δίκαιη αγανάκτηση του μεγάλου
αδελφού θα μπορέσουμε να καταλάβουμε την απροσμέτρητη χάρη του δικού μας
μεγάλου αδελφού. Ο Χριστός σε αντίθεση με τον μεγάλο αδελφό της παραβολής
προσφέρθηκε μόνος του να πληρώσει το κόστος για την επιστροφή μας. Διαβάζουμε
στην Β’ Κορ.η:9, «Διότι εξεύρετε την χάριν του Κυρίου ημών
Ιησού Χριστού, ότι πλούσιος ων επτώχευσε δια σας, δια να πλουτήσητε σεις με την
πτωχείαν εκείνου».
Αυτό είναι το ευαγγέλιο. Μόνο όταν ταυτιστούμε με τον μεγάλο
αδελφό της παραβολής θα μπορέσουμε να εκτιμήσουμε τον μεγάλο αδελφό της δικής
μας ιστορίας. Στη δική μας ιστορία ο μεγάλος γιος του πατέρα μας βλέπει τα
κουρέλια της αμαρτίας και λέει στον πατέρα «πάρε και ντύσε τον με το δικό μου
λευκό ιμάτιο της δικαιοσύνης». Μας βλέπει μέσα στο θάνατο και λέει στον Πατέρα
«θα πεθάνω εγώ στην θέση του».
Ο μεγάλος αδελφός της παραβολής είπε «δεν θα πληρώσω εγώ το
κόστος της επιστροφής του αδελφού μου». Ο μεγάλος αδελφός της δικής μας ιστορίας
είπε «θα πληρώσω εγώ το κόστος της μετάνοιας, της επιστροφής και της σωτηρίας
των αδελφών μου».
Αλλά, ας αφήσουμε το λόγο του Θεού να συνεχίσει να μας
διδάσκει!
Λουκ.ιε:28 «Και
ωργίσθη και δεν ήθελε να εισέλθη. Εξήλθε λοιπόν ο πατήρ αυτού και παρεκάλει
αυτόν». Ο πατέρας βγήκε έξω από το σπίτι για το μικρό αδερφό, αλλά
βγαίνει και για το μεγάλο αδερφό.
Κάποτε πήγε μια ομάδα χριστιανών σ’ ένα νοσοκομείο για να
δώσουν έντυπα και να ευχηθούν γρήγορη ανάρρωση στους ασθενείς. Σ’ ένα δωμάτιο
ήταν κάποιος κύριος. Πήρε τα έντυπα, τα ξεφύλλισε, κατάλαβε ότι είναι
θρησκευτικού περιεχομένου, και είπε: «Καλά είναι αυτά που λέτε. Αλλά μην
έρχεστε εδώ σε μας. Δεν χρειάζεται να ακούσουμε εμείς για τη σωτηρία και για το
Χριστό. Πηγαίνετε στις καφετερίες, στις ντισκοτέκ και μιλήστε σ’ αυτούς για το
Χριστό».
Άποψη, που την ακούμε συνέχεια είτε από ανθρώπους που δεν
έχουν σωθεί, αλλά και από ανθρώπους που νομίζουν ότι έχουν σωθεί: σωτηρία
χρειάζονται οι κακοί… οι αμαρτωλοί… Εγώ φυσικά και δεν είμαι τέτοιος, κακοί
είναι αυτοί εκεί έξω…..
Άρα, το μήνυμα του ευαγγελίου δεν με αφορά! Και ξέρετε η
νοοτροπία αυτή έχει διαποτίσει κι εμάς όλους. Χωρίς να το καταλαβαίνουμε την
ασπαζόμαστε. Και ένας καλός τρόπος για να το δούμε αυτό είναι εξετάζοντας τον
τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουμε την παραβολή του «ασώτου υιού». Ποιος είναι ο
αμαρτωλός που χρειάζεται σωτηρία στην ιστορία αυτή; Όλοι θα πούμε γρήγορα, «μα
ο μικρός γιος που φέρθηκε με τέτοια αγένεια προς τον πατέρα, που πήγαινε με
πόρνες, που έζησε άσωτα, που έπιασε πάτο γιατί πιο κάτω δεν πήγαινε, αυτός
χρειάζεται σωτηρία»!
Ρωτώ, χρειάζεται σωτηρία ο μεγάλος αδελφός;
Αν δεν είστε σίγουροι για την απάντηση προσέξτε την
σημειολογία της παραβολής. Ο μικρός γιος είναι έξω από το σπίτι, όσο πιο μακριά
γίνεται. Κανείς δεν έχει αμφιβολία ότι ο γιος αυτός έχει εγκαταλείψει το σπίτι
του πατέρα. Στο τέλος όμως της παραβολής βρίσκεται μέσα στο σπίτι του πατέρα,
κάθεται στο τραπέζι και γιορτάζει, απολαμβάνει μαζί με τον πατέρα. Ο μεγάλος
αδελφός είναι γύρω από το σπίτι, δεν είχε απομακρυνθεί, ήταν στα χωράφια κοντά
στο σπίτι του πατέρα. Στο τέλος όμως βρίσκεται έξω από το σπίτι του πατέρα.
Κοντά αλλά έξω, δίπλα, αλλά έξω, εκεί γύρω, αλλά έξω από το σπίτι.
Και η σημαντική ερώτηση είναι γιατί; Τι τον κρατά έξω από
αυτήν την κοινωνία με τον Πατέρα; Για τον άσωτο το ξέρουμε, το βλέπουμε. Είναι
ξεκάθαρο. Αυτό που τον κρατούσε έξω από το σπίτι του πατέρα ήταν η αμαρτία. Τι
είναι όμως αυτό που κρατά έξω από τον σπίτι του πατέρα, έξω από την σωτηρία του
Θεού τον μεγάλο αδελφό; Εδώ μας περιμένει μια έκπληξη. Αυτό που κρατά το μεγάλο
αδελφό έξω από το σπίτι του πατέρα είναι η δικαιοσύνη του. Η καλοσύνη του. Η
υπακοή του. Η αψεγάδιαστη ηθική του. Αυτό που λέει εξηγώντας το γιατί δεν
μπαίνει μέσα στο σπίτι του πατέρα είναι «Ιδού
τόσα έτη σε δουλεύω και ποτέ εντολήν σου δεν παρέβην…». Δείτε τι λέει: Ο
λόγος που δεν μπαίνω μέσα είναι η καλοσύνη μου, η υπακοή μου, η υπηρεσία μου.
Είμαι καλός, ηθικός, είμαι εντάξει.
Σκεφτήκατε ποτέ ότι δεν χρειάζεται να σωθούμε μόνο από την
αμαρτία μας, αλλά και από την λάθος χρησιμοποιημένη καλοσύνη μας και δικαιοσύνη
μας;
Ο κάθε άνθρωπος έχει μέσα του μία βαθιά ανάγκη. Μία ανάγκη
που δεν μπορεί να την αποφύγει, δεν μπορεί να την προσπεράσει.
Ο κάθε άνθρωπος θέλει, χρειάζεται να νιώθει ότι αξίζει, ότι
μετρά, ότι είναι μία οντότητα που οι άλλοι την υπολογίζουν. Θέλει να μην είναι
μία απρόσωπη ύπαρξη πνιγμένη και χαμένη μέσα σε έναν απροσδιόριστο κοινωνικό
χυλό.
Θέλει να ξεχωρίζει, να διακρίνεται. Να είναι κάποιος. Να έχει
όνομα!
Ας θυμόμαστε ότι η παραβολή αυτή έχει σαν ακροατήριο από την
μια τελώνες και αμαρτωλούς και από την άλλη γραμματείς και φαρισαίους. Άσωτους
και μεγάλους αδελφούς. Ανήθικους και θρησκευόμενους. Και τους λέει ότι και οι
δύο χρειάζονται σωτηρία. Οι μεν σαν τον άσωτο από την ψευδαίσθηση ότι οι
απολαύσεις του κόσμου θα τους δώσουν ζωή. Οι δε σαν τον μεγάλο αδελφό από την
ψευδαίσθηση ότι οι προσπάθειές τους και η καλοσύνη τους θα τους δώσουν ζωή. Και
το θέμα της παραβολής είναι ότι μόνο μέσα στην αγκαλιά του πατέρα υπάρχει ζωή.
Ούτε μακριά του, ούτε στα χωράφια του. Μέσα στην αγκαλιά του!
Σήμερα όμως μιλούμε για τον μεγάλο αδελφό. Για την καλοσύνη
και την ηθική που σε σκοτώνει. Για την θρησκεία που σε καταστρέφει. Ποια είναι
τα χαρακτηριστικά του θρήσκου;
Μένει στο κόστος και όχι στο κέρδος
Ουσιαστικά αυτό που λέει είναι: «Εγώ όλα αυτά τα χρόνια κοντά
σου υποφέρω δουλεύοντας και κάνοντας ότι μου λες, χωρίς χαρά, ενώ ο άλλος, ο
άσωτος χαιρόταν…».
Μπορείτε να δείτε εδώ ένα κρυφό, ανομολόγητο, καταπιεσμένο
θαυμασμό γι’ αυτά που έζησε ο άσωτος; Δεν βλέπει τη ζωή κοντά στον Πατέρα σαν
κέρδος αλλά σαν καταναγκασμό. Η ζωή κοντά στον πατέρα, λέει, είναι ένα στεγνό,
ψυχρό καθήκον που αναγκάζομαι να το κάνω γιατί η πραγματική ζωή είναι εκεί,
έξω. Μακάρι να μπορούσα κι εγώ να ζήσω έτσι, αλλά τι να κάνουμε, είμαι ο καλός
της ιστορίας και κάθομαι εδώ και ταλαιπωρούμαι!
Πολλές φορές, νέοι που γεννήθηκαν μέσα στην εκκλησία ακούνε
από ανθρώπους που μετάνιωσαν, ομολογίες για την παλιά τους ζωή και σκέφτονται:
αχ, να μπορούσα κι εγώ να τα είχα κάνει αυτά και μετά να επέστρεφα στον Ιησού!
Είναι σαν να λένε ότι η ζωή του Χριστού είναι ένα αναγκαίο κακό που πρέπει να
το υπομείνουν, μια ταλαιπωρία! Ταλαιπωρία η ζωή με τον Πατέρα;
Δεν την βλέπει σαν προνόμιο και κέρδος αλλά σαν κόστος. Δεν
είναι απόλαυση αλλά καθήκον. Καθήκον που υπομένω για να πάρω κάπου, κάποτε μια
ανταμοιβή.
Οι θρησκευόμενοι υπακούν τον Θεό για να αποκτήσουν κάτι που
πραγματικά θέλουν. Για να έχουν την υγεία τους, για να πάνε στον ουρανό, για να
ταχτοποιηθούν τα παιδιά τους, για να…..
Οι σωσμένοι υπακούν τον Θεό για ν’ αποκτήσουν τον Θεό,
αναγνωρίζουν ότι δεν υπάρχει καλύτερος τόπος από το σπίτι του Πατέρα, αγαπούν
τον Θεό, όχι τα δώρα Του.
Μένει στον τύπο και όχι στην ουσία
Προσέξτε τι λέει ο μεγάλος αδελφός. «Τόσα έτη σε δουλεύω και ποτέ εντολήν σου δεν παρέβην» και ο πατέρας
δεν το αμφισβητεί.
Δεν του λέει, «θυμάσαι τότε και τότε που δεν έκανες αυτό που
σου είπα;». Ο πατέρας δεν τον διορθώνει. Αλλά εμείς που διαβάζουμε την παραβολή
βλέπουμε κάτι. Βλέπουμε στο προηγούμενο εδάφιο ο πατέρας να τον παρακαλεί να
κάνει κάτι, να μπει μέσα στο σπίτι.
Σκεφτείτε. Δεν έχει παραβεί καμιά εντολή όμως δεν σεβάστηκε
την παράκληση του πατέρα. Οι εντολές φανερώνουν το θέλημα του πατέρα. Η
παράκληση φανερώνει την καρδιά του πατέρα. Όλοι οι γονείς έχουμε πράγματα που
απαιτούμε και πράγματα που ποθούμε. Για παράδειγμα απαιτούμε το παιδί μας να
ξυπνήσει για να πάει στο σχολείο. Απαιτούμε να γυρίσει πίσω σε μία συγκεκριμένη
ώρα. Υπάρχουν όμως και πράγματα που επιθυμούμε. Επιθυμούμε το παιδί μας να μας
σεβαστεί, να μας μιλά ευγενικά, να μας δείχνει αγάπη.
Ο θρήσκος άνθρωπος γνωρίζει καλά τον νόμο του Θεού αλλά δεν
έχει καταλάβει την καρδιά του Θεού. Δεν έχει γνωρίσει τον Θεό. Προσέξτε ότι σε
όλη την παραβολή δεν τον αποκαλεί ποτέ «πατέρα». Ο άσωτος ακόμη και την στιγμή
που ζητά το μερίδιό του από την περιουσία ξεκινά λέγοντας «Πάτερ…».
Τελικά και οι δύο πρέπει να μετανιώσουν. Ο πρώτος πρέπει να
μετανιώσει από την αμαρτία του. Ο δεύτερος πρέπει να μετανιώσει για τους λάθος
λόγους που υπάρχουν πίσω από τη δικαιοσύνη του.
Μπορεί οι περισσότεροι που ακούμε αυτά τα λόγια να μη
χρειάζεται να σωθούμε από τις αμαρτίες μας, αλλά να χρειάζεται να σωθούμε από
τη δικαιοσύνη μας! Να μετανοήσουμε για τα λάθος κίνητρα της καλοσύνης μας, για
τις λάθος ερμηνείες και αντιλήψεις της υπακοής μας.
Πόσο θα ήθελα να ήξερα το τέλος της ιστορίας. Άραγε μπαίνει
μέσα στο σπίτι ο άσωτος μεγάλος αδελφός; Άραγε σπάζει μπρος στον πατέρα και τον
αγκαλιάζει; Δεν ξέρουμε τι συνέβη εκεί. Τι όμως συμβαίνει με σένα;
Η Σαμαρείτισα έπρεπε να σωθεί από την αμαρτία της, ο
Νικόδημος έπρεπε να σωθεί από την καλοσύνη του.
Ας προσέξουμε να μη μείνουμε κοντά, αλλά έξω από το σπίτι του
Πατέρα γιατί ο κίνδυνος είναι τεράστιος!