Η κηδεία της ηλικιωμένης κυρίας, μητέρας παιδικού μου φίλου,
γινόταν σε μικρή επαρχιακή πόλη της
Πελοποννήσου. Η οικογένεια είχε καλέσει παπά, φίλο της εκλιπούσης, από την
Αθήνα, να τελέσει το "μυστήριο". Ο παπάς της ενορίας, ένας γεμάτος μεσήλικος,
έπαιζε επικουρικό ρόλο στη διάρκεια της τελετής και πρωταγωνιστικό στο
περιθώριό της.
Πρώτα διευκρίνισε μεγαλοφώνως στην νύφη της νεκρής ότι τα
έξοδα δεν θα μειωθούν λόγω της μικρής συμμετοχής του. Ο κόσμος που άκουγε πολύς
αλλά αυτό δεν εμπόδισε τον παπά να της εξηγήσει τις υποχρεώσεις της.“ Θα βάλεις
σε επτά φακέλλους από 50 ευρώ, για μένα, τους ψάλτες, τον νεωκόρο κλπ, και
ανάλογα με τη δύναμη της οικογένειας βάλε και περισσότερα”. Κοίταξα γύρω τους
ανθρώπους, κανείς δεν εντυπωσιάστηκε – η συναλλαγή τούς ήταν γνώριμη. “ Για τα
τρίημερα θα φέρεις στάρι και άσε τα υπόλοιπα πάνω μου”. “Μα θα είμαστε στην
Αθήνα”. “Θα έρθετε για την δούλη του Θεού. Τα εννιάμερα θα τα κάνουμε μεσημέρι
γιατί έχω άλλο μνημόσυνο”. “Δεν θέλουμε εννιάμερα”. “Θου Κύριε φυλακήν το
στόματί μου”.