Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2025

Η Αρπαγή είναι επικείμενη; (1)

 


 

Ιωάν.ια:17–27

A’ Θες.δ:15–17

Α’ Θες.ε:1–9

Β’ Θες.β:1–3

Τίτ.β:11–13

Εβρ.ι:24–25

Ιάκ.ε:7–9

Α’ πέτρ.δ:7

Α’ Ιωάν.β:18

Αποκ.α:1

 

 

 

Η Καινή Διαθήκη είναι συνεπής στην προσδοκία της ότι η επιστροφή του Χριστού μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Αυτή η διάχυτη προοπτική της επικείμενης αρπαγής εγείρει τρία ερωτήματα.

Το πρώτο ερώτημα αφορά το αν η Θλίψη θα προηγηθεί του ερχομού του Χριστού για την εκκλησία. Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι ότι δεν θα συμβεί έτσι, επειδή η εκκλησία δεν καλείται ποτέ να προσβλέπει στη Θλίψη, αλλά στον ερχομό του Χριστού.

Το δεύτερο ερώτημα περιστρέφεται γύρω από το πώς η επιστροφή του Χριστού θα μπορούσε να ήταν επικείμενη στην πρώτη εκκλησία. Την απάντηση εδώ θα την δούμε παρακάτω, αλλά οι Χριστιανοί, συμπεριλαμβανομένης της πρώτης εκκλησίας, πρέπει να είναι πάντα έτοιμοι.

Η τρίτη ερώτηση είναι, γιατί η επικείμενη επιστροφή του Χριστού είναι τόσο σημαντική. Αυτή η απάντηση σχετίζεται με το κίνητρο που δίνει στους πιστούς να εξαγνίσουν τη ζωή τους και έτσι να προχωρήσουν προς τον στόχο του αγιασμού και της ομοιότητας με τον Χριστό.

Η κλήση της διδασκαλίας της επικείμενης αρπαγής είναι να ξυπνήσουμε και να υπακούσουμε, να απορρίψωμεν τα έργα του σκότους και να ενδυθώμεν τα όπλα του φωτός.

Ο Χριστός μπορεί να έρθει ανά πάσα στιγμή. Το πιστεύω αυτό με όλη μου την καρδιά -- όχι εξαιτίας αυτών που διαβάζω στις εφημερίδες, αλλά εξαιτίας αυτών που διαβάζω στις Γραφές.

Από τις πρώτες κιόλας ημέρες της εκκλησίας, οι απόστολοι και οι πρώτοι χριστιανοί καλλιέργησαν μια ειλικρινή προσδοκία και μια ένθερμη ελπίδα ότι ο Χριστός θα μπορούσε να επιστρέψει ανά πάσα στιγμή για να συγκεντρώσει την εκκλησία Του στον ουρανό.

Ο Ιάκωβος, (ίσως η παλαιότερη από τις επιστολές της Καινής Διαθήκης), είπε ρητά στους αναγνώστες του ότι η επιστροφή του Κυρίου ήταν επικείμενη:

Ιακ.ε:7-9 Μακροθυμήσατε λοιπόν, αδελφοί, έως της παρουσίας του Κυρίου. Ιδού, ο γεωργός περιμένει τον πολύτιμον καρπόν της γης και μακροθυμεί δι' αυτόν, εωσού λάβη βροχήν πρώϊμον και όψιμον· μακροθυμήσατε και σεις, στηρίξατε τας καρδίας σας, διότι η παρουσία του Κυρίου επλησίασε. Μη στενάζετε κατ' αλλήλων, αδελφοί, διά να μη κατακριθήτε· ιδού, ο κριτής ίσταται έμπροσθεν των θυρών.

Ο Πέτρος επανέλαβε την ίδια προσδοκία όταν έγραψε:

Α’ Πέτρ.δ:7 Πάντων δε το τέλος επλησίασε. Φρονίμως λοιπόν διάγετε και αγρυπνείτε εις τας προσευχάς·

Ο απόστολος Παύλος:

Εβρ.ι:24,25 και ας φροντίζωμεν περί αλλήλων, παρακινούντες εις αγάπην και καλά έργα, μη αφίνοντες το να συνερχώμεθα ομού, καθώς είναι συνήθεια εις τινάς, αλλά προτρέποντες αλλήλους, και τοσούτω μάλλον, όσον βλέπετε πλησιάζουσαν την ημέραν.

Εβρ.ι:37 Διότι έτι ολίγον καιρόν, και θέλει ελθεί ο ερχόμενος και δεν θέλει βραδύνει.

Ο απόστολος Ιωάννης έκανε ίσως την πιο δυνατή δήλωση:

Α’ Ιωάν.β:18 Παιδία, εσχάτη ώρα είναι, και καθώς ηκούσατε ότι ο αντίχριστος έρχεται, και τώρα πολλοί αντίχριστοι υπάρχουσιν· όθεν γνωρίζομεν ότι είναι εσχάτη ώρα.

Όταν ο Ιωάννης έγραψε το βιβλίο της Αποκάλυψης, το προλόγισε λέγοντας ότι αυτά τα πράγματα «πρέπει να γείνωσι ταχέως» (Αποκ.α:1).

Οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης έγραφαν συχνά για την «παρουσία» ή την «φανέρωση» του Χριστού και ποτέ δεν παρέλειψαν να μεταδώσουν την αίσθηση ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί σύντομα:

Α’ Ιωάν.β:28 Και τώρα, τεκνία, μένετε εν αυτώ, ίνα όταν φανερωθή, έχωμεν παρρησίαν και μη αισχυνθώμεν απ' αυτού εν τη παρουσία αυτού.

Α’ Ιωάν.γ:2 Αγαπητοί, τώρα είμεθα τέκνα Θεού, και έτι δεν εφανερώθη τι θέλομεν είσθαι· εξεύρομεν όμως ότι όταν φανερωθή, θέλομεν είσθαι όμοιοι με αυτόν, διότι θέλομεν ιδεί αυτόν καθώς είναι.

Κολ.γ:4 όταν ο Χριστός, η ζωή ημών, φανερωθή, τότε και σεις μετ' αυτού θέλετε φανερωθή εν δόξη.

Β’ Τιμ.δ:8 του λοιπού μένει εις εμέ ο της δικαιοσύνης στέφανος, τον οποίον ο Κύριος θέλει μοι αποδώσει εν εκείνη τη ημέρα, ο δίκαιος κριτής, και ου μόνον εις εμέ, αλλά και εις πάντας όσοι επιποθούσι την επιφάνειαν αυτού.

Α’ Πέτρ.ε:4 Και όταν φανερωθή ο αρχιποιμήν, θέλετε λάβει τον αμαράντινον στέφανον της δόξης.

Όλα αυτά τα κείμενα υποδηλώνουν ότι στην πρώτη εκκλησία η προσδοκία για την επικείμενη επιστροφή του Χριστού ήταν έντονη.

Μια σταθερή πεποίθηση ότι ο Χριστός θα μπορούσε να επιστρέψει ανά πάσα στιγμή διαπερνά ολόκληρη την Καινή Διαθήκη.

Ας μην ξεχνάμε ότι «υπό του Πνεύματος του Αγίου κινούμενοι ελάλησαν οι άγιοι άνθρωποι του Θεού», άρα ο Θεός ήθελε η εκκλησία Του, πάντα, να περιμένει την επιστροφή του Χριστού!!

Όταν ο απόστολος Παύλος περιέγραψε τον ερχομό του Κυρίου για την εκκλησία, χρησιμοποίησε προσωπικές αντωνυμίες που δείχνουν ότι ήταν σαφώς πεπεισμένος ότι ο ίδιος θα μπορούσε να είναι μεταξύ εκείνων που θα αρπαχτούν ζωντανοί για να συναντήσουν τον Κύριο:

Α’ Θεσ.δ:15 Διότι τούτο σας λέγομεν διά του λόγου του Κυρίου, ότι ημείς οι ζώντες, όσοι απομένομεν εις την παρουσίαν του Κυρίου, δεν θέλομεν προλάβει τους κοιμηθέντας·

Α’ Θεσ.δ:17 έπειτα ημείς οι ζώντες όσοι απομένομεν θέλομεν αρπαχθή μετ' αυτών εν νεφέλαις εις απάντησιν του Κυρίου εις τον αέρα, και ούτω θέλομεν είσθαι πάντοτε μετά του Κυρίου.

Προφανώς περίμενε τον Χριστό να επιστρέψει όσο ήταν ζωντανός.

Επιπλέον, ξεκαθάρισε:

Τίτ.β:11-13 Διότι εφανερώθη η χάρις του Θεού η σωτήριος εις πάντας ανθρώπους, διδάσκουσα ημάς να αρνηθώμεν την ασέβειαν και τας κοσμικάς επιθυμίας και να ζήσωμεν σωφρόνως και δικαίως και ευσεβώς εν τω παρόντι αιώνι, προσμένοντες την μακαρίαν ελπίδα και επιφάνειαν της δόξης του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού,

 

Θα προηγηθεί η Θλίψη του ερχομού του Χριστού για την Εκκλησία;

Παρόλα αυτά, κάποιοι σήμερα επιμένουν ότι οι χριστιανοί δεν πρέπει να έχουν μια άμεση προσδοκία για την επιστροφή του Χριστού. 

Αντ' αυτού, λένε, θα πρέπει να αναζητούμε την αρχή της επταετούς περιόδου Θλίψης, την εκπλήρωση ορισμένων κρίσεων και προκαταρκτικών σημείων, την άνοδο του Αντίχριστου – ή όλα τα παραπάνω.

Όταν μιλούν για μελλοντικά πράγματα, η έμφαση είναι στις δοκιμασίες που πρέπει να περάσει ο λαός του Θεού.

Όσο αφορά στη «μακαρία ελπίδα» γι’ αυτούς γίνεται επίκαιρη μόνο αφού η εκκλησία περάσει από τη Θλίψη.

Με την πρώτη ματιά, αυτή η θέση δεν φαίνεται εντελώς απαλλαγμένη από βιβλική υποστήριξη.

Μα, και ο διάβολος όταν πείραξε τον Ιησού, χρησιμοποίησε εδάφια του λόγου του Θεού, αλλά με λάθος, με κακό πνεύμα.

Οι επιστολές περιέχουν προφητείες για την αποστασία και τους διωγμούς τις έσχατες ημέρες πριν από την επιστροφή του Χριστού.

Για παράδειγμα, ο απόστολος Παύλος προειδοποίησε τον Τιμόθεο για τους επικίνδυνους καιρούς που θα έρχονταν:

Β’ Τιμ.γ:1 Γίνωσκε δε τούτο, ότι εν ταις εσχάταις ημέραις θέλουσιν ελθεί καιροί κακοί· διότι θέλουσιν είσθαι οι άνθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι, αλαζόνες, υπερήφανοι, βλάσφημοι, απειθείς εις τους γονείς, αχάριστοι, ανόσιοι, άσπλαγχνοι, αδιάλλακτοι, συκοφάνται, ακρατείς, ανήμεροι, αφιλάγαθοι,

Είπε στον νεαρό ποιμένα, «Το δε Πνεύμα ρητώς λέγει ότι εν υστέροις καιροίς θέλουσιν αποστατήσει τινές από της πίστεως, προσέχοντες εις πνεύματα πλάνης και εις διδασκαλίας δαιμονίων» (Α ́ Τιμ.δ:1) – και συνέχισε περιγράφοντας την αποστασία που θα προηγούνταν και θα σήμαινε την επιστροφή του Χριστού στη γη.

Εκείνοι που πιστεύουν ότι η εκκλησία πρέπει να υποφέρει από τις κακουχίες της περιόδου της Θλίψης, πάντοτε αναφέρουν το Β ́ Θες.β:1–3 σαν απόδειξη:

«Σας παρακαλούμεν δε, αδελφοί, περί της παρουσίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και της εις αυτόν επισυνάξεως ημών, να μη σαλευθήτε ταχέως από του φρονήματός σας, μηδέ να θορυβήσθε, μήτε διά πνεύματος μήτε διά λόγου μήτε δι' επιστολής ως γραφομένης υφ' ημών, ότι τάχα επλησίασεν ημέρα του Χριστού. Ας μη σας εξαπατήση τις κατ' ουδένα τρόπον· διότι δεν θέλει ελθεί η ημέρα εκείνη, εάν δεν έλθη πρώτον η αποστασία και αποκαλυφθή ο άνθρωπος της αμαρτίας, ο υιός της απωλείας».

Η Κ.Δ. είναι εμποτισμένη με μια αίσθηση προσδοκίας και πεποίθησης ότι η ευλογημένη ελπίδα της επιστροφής του Χριστού είναι επικείμενη.

Όμως, προειδοποιούμαστε για προβλήματα και βάσανα που θα συμβούν ενώ περιμένουμε τον Κύριο.

Πρέπει να ληφθούν υπόψη ορισμένα πράγματα. Πρώτον, όλα τα γενικά «σημεία των καιρών» που δίνονται στην Κ.Δ. έχουν εκπληρωθεί – και εκπληρώνονται μπροστά στα μάτια μας.

Στην πραγματικότητα, είναι χαρακτηριστικά ολόκληρης της εκκλησιαστικής περιόδου. Η αποστασία και η απιστία, η φιλαυτία και η αμαρτία, οι φυσικές καταστροφές ήταν όλα κοινά σε όλη την περίοδο της εκκλησίας.

Σχεδόν κάθε γενιά χριστιανών από την εποχή του Χριστού πίστευε ότι έβλεπαν τα σημεία των έσχατων καιρών να εκπληρώνονται μπροστά στα μάτια τους.

Πώς λοιπόν μπορούμε να γνωρίζουμε αν ο δικός μας καιρός είναι οι αληθινές «έσχατες ημέρες» της βιβλικής προφητείας – ή απλά λίγο περισσότερο από την γενική αποστασία και συμφορά που χαρακτήριζαν ολόκληρη τη χριστιανική περίοδο;

Ο απόστολος Ιωάννης διευθέτησε αυτό το ζήτημα υπό την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος, όταν έγραψε:

«Παιδία, εσχάτη ώρα είναι, και καθώς ηκούσατε ότι ο αντίχριστος έρχεται, και τώρα πολλοί αντίχριστοι υπάρχουσιν· όθεν γνωρίζομεν ότι είναι εσχάτη ώρα» (Α ́ Ιωάν.β:18).

Η εκκλησία βρισκόταν ήδη στις «έσχατες ημέρες» ακόμη και πριν τελειώσει η αποστολική εποχή. Στην πραγματικότητα, οι «έσχατες ημέρες» είναι ένας βιβλικός όρος για όλη τη χριστιανική εποχή:

Εβρ.α:1,2 Ο Θεός, αφού ελάλησε το πάλαι προς τους πατέρας ημών διά των προφητών πολλάκις και πολυτρόπως, εν ταις εσχάταις ταύταις ημέραις ελάλησε προς ημάς διά του Υιού, τον οποίον έθεσε κληρονόμον πάντων, δι' ου έκαμε και τους αιώνας·

Όλη αυτή η περίοδος είναι ένα προοίμιο για την τελική κορύφωση της ανθρώπινης ιστορίας. Αυτές είναι οι έσχατες ημέρες - και το ίδιο ήταν στην πρώτη εκκλησία.

Δεύτερον, τίποτα στην Κ.Δ. δεν υπονοεί  ότι πρέπει να αναβάλουμε την προσδοκία μας για την επιστροφή του Χριστού μέχρι να συμβούν άλλα προκαταρκτικά γεγονότα.

Η μόνη φαινομενική εξαίρεση είναι το Β ́ Θες.β:1–3 (που είδαμε ολόκληρο παραπάνω), το οποίο λέει ότι η ημέρα του Κυρίου δεν θα έρθει «ἐὰν μὴ ἔλθῃ ἡ ἀποστασία πρῶτον καὶ ἀποκαλυφθῇ ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀνομίας, ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας».

Αυτό είναι προφανώς ένα βασικό κείμενο για όσους πιστεύουν ότι η Θλίψη είναι το επόμενο γεγονός στην προφητική ατζέντα και ότι η εκκλησία θα πρέπει να περιμένει τη βασιλεία του Αντίχριστου και όχι την επιστροφή του Χριστού.

Αν το Β ́ Θες.β:1–3 σημαίνει πραγματικά ότι ο ερχομός του Χριστού για την εκκλησία δεν μπορεί να συμβεί παρά μόνο μετά από 3 ½ ή 7 χρόνια Θλίψης, ακυρώνει όλα όσα διδάσκει η Καινή Διαθήκη για την επικείμενη επιστροφή του Χριστού.

Αλλά κοιτάξτε προσεκτικά τα συμφραζόμενα του Β ́ Θες.β. Οι Θεσσαλονικείς Χριστιανοί είχαν μπερδευτεί και αναστατωθεί από κάποιους ψευδοδιδάσκαλους, ανθρώπους που προσποιούνταν ότι μιλούσαν εξ ονόματος του αποστόλου, οι οποίοι δίδαξαν ότι οι διωγμοί και τα βάσανα που βίωναν ήταν οι κρίσεις που συνδέονταν με την ημέρα του Κυρίου (Ης.ιγ:9–11, Αμώς ε:18–20, Α ́ Θες.ε:2–3, Β ́ Πέτρ.γ:10, Αποκ.ς:17, ις:14).

Πολλοί στην εκκλησία της Θεσσαλονίκης, εν μέσω των δικών τους σοβαρών δυσκολιών και αγωνίας, είχαν προφανώς πιστέψει αυτό το ψέμα και νόμιζαν ότι είχαν γίνει αντικείμενα της τελικής οργής του Θεού.

Προφανώς, ήταν βαθιά προβληματισμένοι από αυτό, γιατί στην προηγούμενη επιστολή του, ο Παύλος τους είχε ενθαρρύνει γράφοντάς τους για την αρπαγή (Α ́ Θες.δ:14–17) – τον ερχομό του Χριστού για την εκκλησία του.

Ο Παύλος μάλιστα τους είχε δώσει εντολή να παρηγορούν ο ένας τον άλλον με την υπόσχεση του ερχομού του Χριστού γι’ αυτούς (Α ́ Θες.δ:18).

Τώρα όμως, σε μια εποχή σοβαρών διωγμών και δοκιμασιών, οι χριστιανοί στη Θεσσαλονίκη είχαν πέσει θύματα της ψευδοδιδασκαλίας ότι ο Θεός ήδη ξεχείλιζε την τελική Του οργή – και ήταν μεταξύ των αντικειμένων αυτής της οργής. Προφανώς φοβόντουσαν ότι είχαν χάσει την αρπαγή και θα βίωναν τις κρίσεις της Ημέρας του Κυρίου.

Έτσι ο Παύλος έγραψε:

«Ἐρωτῶμεν δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, ὑπὲρ τῆς παρουσίας τοῦ κυρίου [ἡμῶν] Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡμῶν ἐπισυναγωγῆς ἐπ' αὐτόν. εἰς τὸ μὴ ταχέως σαλευθῆναι ὑμᾶς ἀπὸ τοῦ νοὸς μηδὲ θροεῖσθαι, μήτε διὰ πνεύματος μήτε διὰ λόγου μήτε δι' ἐπιστολῆς ὡς δι' ἡμῶν, ὡς ὅτι ἐνέστηκεν ἡ ἡμέρα τοῦ κυρίου» (Β ́ Θες.β:1–2).

Η λέξη «ενέστηκεν» που χρησιμοποιεί το κριτικό κείμενο αντί την λέξη «επλησίασεν» που χρησιμοποιεί ο Βάμβας, προέρχεται από το ρήμα «ενίστημι», που σύμφωνα με το λεξικό του Σταματάκου σημαίνει:

 Άρχομαι, κάμνω αρχήν εις τι, αρχίζω τι.

Άρα, το «ὅτι ἐνέστηκεν ἡ ἡμέρα τοῦ κυρίου», σημαίνει: «ότι άρχισε η ημέρα του Κυρίου». Ότι δηλαδή η Αρπαγή έγινε και ξεκινάνε τώρα τα γεγονότα της Θλίψης.

Προφανώς, ο Παύλος δεν πίστευε ότι η ημέρα του Κυρίου ξεκινάει κάπου στα μέσα της Θλίψης όπως διδάσκουν κάποιοι, γιατί τους είχε διδάξει στην Α’ Θες.ε:2 «ὅτι ἡμέρα κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτὶ οὕτως ἔρχεται», δηλαδή τελείως ξαφνικά.

Γι’ αυτόν που νομίζει ότι πρέπει να περάσει τα πρώτα 3 ½ χρόνια της θλίψης εδώ στη γη, η ημέρα του Κυρίου είναι προβλέψιμο, χρονολογήσιμο γεγονός.

«η παρουσίας τοῦ κυρίου [ἡμῶν] Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡμῶν ἐπισυναγωγῆς ἐπ' αὐτόν» είναι μια σαφής αναφορά στην αρπαγή.

Υπήρχαν δύο πτυχές του λάθους που ενοχλούσε την εκκλησία της Θεσσαλονίκης: η μία ήταν η ιδέα ότι είχαν χάσει την αρπαγή. Η άλλη ήταν ο συνοδευτικός φόβος ότι είχαν ήδη μπει στην κρίση που σηματοδοτούσε ότι η ημέρα του Κυρίου είχε ήδη φτάσει.

Και έτσι, όταν ο Παύλος λέει, «ὅτι ἐὰν μὴ ἔλθῃ ἡ ἀποστασία πρῶτον καὶ ἀποκαλυφθῇ ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀνομίας, ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας» (Β ́ Θες.β:3) – μιλάει για την ημέρα του Κυρίου και την κρίση της Θλίψης, όχι για την αρπαγή.

Δεν υπαινισσόταν ότι ο ερχομός του Χριστού για την εκκλησία θα καθυστερούσε μέχρι να διαδραματιστούν τα γεγονότα της Θλίψης.

Σίγουρα δεν πρότεινε στους Θεσσαλονικείς να αναβάλουν την ελπίδα τους για τον ερχομό του Χριστού γι' αυτούς, μέχρι το τέλος της Θλίψης.

Είχε ξοδέψει ολόκληρη την πρώτη του επιστολή προτρέποντάς τους να είναι άγρυπνοι, προσμένοντας και ενθαρρύνοντας ο ένας τον άλλον με την αλήθεια της επικείμενης επιστροφής του Χριστού (Α ́ Θες.α:1-9, δ:15-18, ε:6, 9, 11).

Αν ο απόστολος τώρα ήθελε να τους διδάξει ότι τα γεγονότα της Θλίψης πρέπει να εκπληρωθούν προτού ο Χριστός επιστρέψει γι' αυτούς, αυτό θα ήταν πράγματι ελάχιστη «παρηγοριά».

Στην πραγματικότητα, θα ανέτρεπε όλα όσα έχει να πει η Κ.Δ. σχετικά με την επιστροφή του Χριστού που είναι επικείμενη, παρηγορητική και ελπιδοφόρα.

Έτσι, η συνεπής διδασκαλία της Κ.Δ. είναι ότι οι Χριστιανοί θα πρέπει να περιμένουν την επικείμενη έλευση του Χριστού για την εκκλησία Του, και το Β ́ Θες.β:1–4 δεν αποτελεί εξαίρεση.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ