Άκουε Χριστιανέ: Κύριος ο Θεός ημών είναι είς Κύριος, όχι τρεις!
Όμως οι «φιλόσοφοι χριστιανοί» συνεχίζουν:
...........ο θρίαμβος του Χριστιανισμού ήταν
ο θρίαμβος της ιδέας του Μονοθεϊσμού απέναντι στο Δυϊσμό και Πολυθεϊσμό.
Ο μονοθεϊσμός σαν κοσμοθρησκευτική ιδέα ανήκε στους Ιουδαίους στους οποίους δόθηκε δι’ αποκαλύψεως.. Ο θρίαμβός του με το Χριστιανισμό ήταν συνεπώς ο θρίαμβος της «Θρησκευτικής ιδέας του Ιουδαϊκού λαού, απεκδυόμενης από τα εθνικά της όρια, μετριασμένης και πνευματοποιημένης......»
Πώς είναι δυνατόν να μετριάσουμε και να
πνευματοποιήσουμε την αλήθεια; Αυτό σημαίνει ότι ξένα στοιχεία επηρέασαν τον
απόλυτο Μονοθεϊσμό των Εβραίων.
Αυτό που το Άγιο Πνεύμα διακηρύττει σαν τη
μόνη αλήθεια, ήταν σκάνδαλο για τους επισκόπους που ήταν γεμάτοι από τη ζύμη
του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη καθώς και των τριαδικών ασκητών των Βραχμάνων.
Η αλήθεια αναμίχθηκε με το ψέμα, το φως με το
σκοτάδι κι έγιναν συμβιβασμοί. Γι’ αυτό ο απόστολος Παύλος είπε: «λύκοι βαρείς θέλουσι επέλθη μη φειδόμενοι
του ποιμνίου...λαλούντες διεστραμμένα». Κανένα άλλο θέμα δεν έχει διαστρεβλωθεί
τόσο πολύ, όσο το θέμα της θεότητας.
Κολ.β:8-9 «Βλέπετε μη σας εξαπατήση τις διά της φιλοσοφίας και της ματαίας απάτης,
κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου, και ουχί κατά Χριστόν.
Διότι εν αυτώ κατοικεί πάν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς». Ακριβώς αυτό
έγινε, απάτη δια της φιλοσοφίας των ανθρώπων!
Στις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. άρχισαν διαμάχες ανάμεσα στους Μοναρχιανούς (Νοητός, Σαβέλλιος) και τους υποστηρικτές της Χριστολογίας του λόγου (Ιππόλυτος και άλλοι).
Ο επίσκοπος Ρώμης
Κάλλιστος, έκανε μια συμβιβαστική διατύπωση μεταξύ των δύο αντίθετων
διδασκαλιών, προσπαθώντας χωρίς αποτέλεσμα να συγκρατήσει τη δεύτερη μερίδα στο
εσωτερικό της εκκλησίας αλλά αυτός ο συμβιβασμός άνοιξε την πόρτα για τον πλήρη
θρίαμβο της Χριστολογίας του λόγου στη Ρώμη. Τότε ο Κάλλιστος αφόρισε τον
Σαβέλλιο (η πληροφορία ελέγχεται).
Η Χριστολογία του λόγου έγινε πλατιά γνωστή στη
Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τον καιρό του Τερτυλλιανού, που ήταν ο πιο φανατικός
υποστηρικτής της. Ήταν προσήλυτος Στωικός δικηγόρος κι ήταν ο πρώτος που
μεταχειρίστηκε τον όρο «τριάδα» για τη θεότητα, το 215 μ.Χ.
Ο Τερτυλλιανός δίδασκε ότι ο «Πατέρας», ο
«Υιός» και το «Άγιο Πνεύμα» ήταν τρία πρόσωπα, εννοώντας τρία κόμματα σε μια
νομική πράξη. Έλεγε ακόμα ότι ο Θεός ήταν ένας και είχε μια υπόσταση, αλλά οι
τρεις ήταν κατά το σχήμα κι όχι κατά την υπόσταση. Ο Πατέρας, ο Υιός και το
Άγιο Πνεύμα έλεγε ότι είναι τρία σχήματα, τρεις βαθμοί, ή τρεις διαφορετικές όψεις
του ενός Θεού.
Έτσι ο Τερτυλλιανός δεν ήταν πραγματικός
υποστηρικτής της Χριστολογίας του λόγου, όπως οι υπόλοιποι φιλόσοφοι. Δεν ήταν
όμως ούτε Μοναρχιανός γιατί υποστήριζε ότι ο Χριστός και το Άγιο Πνεύμα
εκπορεύονται από τον Πατέρα. Παράλληλα δεν ήταν τριαδικός, όπως εκείνοι της
Νίκαιας και οι σημερινοί Τριαδικοί, γιατί δίδασκε για φανερώσεις του ενός Θεού
κι όχι για ξεχωριστά πρόσωπα.
Οι Μοναρχιανοί υποστήριζαν θερμά τη θεότητα
του Ιησού Χριστού, κι ήταν κάτι που δεν μπορούσε ν’ αμφισβητηθεί, εξαιτίας των
πολλών εδαφίων που χρησιμοποιούσαν κι αποδείκνυαν αυτό το γεγονός. Έτσι, η ιδέα
του προϋπάρχοντος Υιού διατηρήθηκε εξαιτίας των φιλοσοφικών επιρροών του Πλάτωνα
και των Βραχμάνων, με μόνη διαφορά ότι ο Χριστός ήταν Θεός.
Ε. Αρειανισμός
Στη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η διδασκαλία
της Τριάδας εξελίσσεται με τον Τερτυλλιανό και άλλους. Κατά τον 4ο
αιώνα μ.Χ. η Δύση ήταν σχεδόν ενωμένη πάνω σ’ αυτή τη διαφοροποιημένη
Χριστολογία του λόγου.
Η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αποτελούνταν
από τη Δυτική Ιταλία, τα Βαλκάνια, τη Γαλλία, τη Γερμανία, τις Κάτω Χώρες και
τη Βοημία. Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία περιλάμβανε τη Νότια Ιταλία, την
Ελλάδα, τη Μ. Ασία, τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο.
Ενώ η Δύση ήταν ενωμένη κάτω από τον πρωτόγονο
Τριαδισμό, στην Ανατολή υπήρχε μεγάλος διαχωρισμός και διαμάχη, κυρίως γύρω από
την καινούρια θεολογία ενός ονομαστού δασκάλου με μεγάλη επιρροή, του Άρειου. Ο
Μονταλιστικός Μοναρχιανισμός κυριαρχούσε στην Ανατολή κι αλλού. Ο επίσκοπος Αλεξάνδρειας
Ωριγένης δίδασκε ότι ο Χριστός ήταν ένας δεύτερος Θεός, γεννημένος απ’ τον Πατέρα.
Αυτές οι δύο απόψεις ήταν οι επικρατέστερες το 320 μ.Χ.
Ο Άρειος διατηρούσε λίγο Μοναρχιανισμό, λίγο
απ’ τη Χριστολογία του λόγου καθώς και μερικές ιδέες του Ωριγένη, με αποτέλεσμα
να έχει τελείως ξεχωριστή, δική του άποψη για το Χριστό. Δίδασκε ότι ο Χριστός ήταν
κτίσμα, άνθρωπος που έγινε εκ του μηδενός κι ότι ήταν υποδεέστερος απ’ τον
Πατέρα. Στην ενσάρκωση, ο προϋπάρχων λόγος (Χριστός) κατοίκησε μέσα στο
ανθρώπινο σώμα. Ακόμα έλεγε ότι ο Χριστός δεν ήταν ούτε τέλειος Θεός, ούτε
τέλειος άνθρωπος, αλλά ένα «Tertum Quid» δηλαδή
κάτι ανάμεσα στα δύο.
Ο τότε επίσκοπος Αλεξανδρείας Αλέξανδρος
αντιμετώπισε αυτές τις διδασκαλίες του Άρειου. Ο Αλέξανδρος πίστευε κι αυτός
στη Χριστολογία του λόγου και σε προϋπάρχοντα Υιό, όπως ο Άρειος, αλλά δίδασκε
ότι ο Υιός ήταν αιώνιος και αδημιούργητος. Έλεγε ακόμα ότι ο Υιός ήταν τέλειος
Θεός και ομοούσιος του Πατέρα.
Η Ανατολή λοιπόν ήταν πολύ διχασμένη στη
διδασκαλία της φύσης του Θεού, ενώ και στη Δύση υπήρχαν χωρίσματα εξαιτίας των
Μοναρχιανών που αντιδρούσαν στη μεταποιημένη Χριστολογία του λόγου, αλλά η μάχη
δεν είχε ακόμα ανάψει για τα καλά.
Ζ. Η
Σύνοδος της Νικαίας και η μεταγενέστερη ιστορία
Στο προσκήνιο τώρα βρίσκονται οι Μοναρχιανοί,
που διατηρούσαν τις απόψεις του καθαρού Μονοθεϊσμού. Πίστευαν ότι ο Θεός είναι
ΕΙΣ και όχι ΤΡΕΙΣ κι ότι Αυτός ο ΕΝΑΣ Θεός φανερώθηκε σαν Πατέρας, σαν Υιός και
σαν Πνεύμα Άγιο. Πίστευαν ακόμα ότι ο Ιησούς έχει δύο φύσεις, ήταν τέλειος άνθρωπος
και τέλειος Θεός, ο ΕΝΑΣ Θεός. Σαν άνθρωπος είχε τη δική Του προσωπικότητα κι ο
Θεός κατοικούσε πλήρως μέσα Του. Αυτή ήταν η άποψη και των Εβραίων Χριστιανών.
Απ’ την άλλη μεριά, έχουμε τους «φιλοσοφημένους»
Χριστιανούς γεμάτους από ειδωλολατρικές θεωρίες του Πλάτωνα και των Βραχμάνων.
Με βάση την τριάδα προσώπων και υποστάσεων κάτω απ’ τη Χριστολογία του λόγου,
αναγκαστικά πιστεύουν σε προϋπάρχοντα Υιό και σ’ ένα τρίτο πρόσωπο, όπως έλεγαν
οι ειδωλολάτρες, το οποίο βρήκαν στο Άγιο Πνεύμα.
Στη συνέχεια εμφανίζεται ο Άρειος που
υποβιβάζει το Χριστό σε απλό κτίσμα ή κάποιο υποδεέστερο Θεό. Η διδασκαλία του
ήταν ένα κράμα των δύο παραπάνω διδασκαλιών.
Έχουμε δηλαδή τρία βασικά σχήματα που
απειλούσαν τη θρησκευτική ενότητα ολόκληρης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στις
αρχές του 4ου αιώνα.
Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, σαν πολιτικός,
εξαιτίας αυτού του κινδύνου, προσπάθησε να συνδιαλλάξει τις αντίθετες
παρατάξεις, αλλά επειδή απέτυχε, συγκάλεσε την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο στη
Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ. (Μάιο - Ιούλιο) με σκοπό να καθησυχάσει τα πνεύματα
και να εξασφαλίσει την ενότητα της Αυτοκρατορίας του. Πρόεδρος της συνόδου
αυτής ήταν ο Αυτοκράτορας! Νεότεροι ιστορικοί πιστεύουν ότι η θέληση του Αυτοκράτορα
είναι αυτή που βάρυνε τελικά στην απόφαση καθώς και στη σύνταξη και επιβολή του
συμβόλου. Τα πρακτικά αυτής της Συνόδου δεν υπάρχουν, γιατί αργότερα χάθηκαν
τυχαία ή σκόπιμα καταστράφηκαν! Σ’ αυτή τη σύνοδο, ο Αυτοκράτορας ερμήνευσε τον
όρο «ομοούσιος». (Εκκλ. Ιστορία Β. Στεφανίδη σελ. 175 - 181).