Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2022

Λιμός και λοιμός


Λέξεις που έλκουν αμφότερες την καταγωγή τους από την αρχαία ελληνική γλώσσα, τα ουσιαστικά λιμός και λοιμός πολύ συχνά συγχέονται από ορθογραφικής και εννοιολογικής άποψης λόγω της ηχητικής ταύτισής τους.

Στις γραμμές που ακολουθούν θα επιχειρήσουμε να καταστήσουμε σαφή τη διαφοροποίηση των δύο ομόηχων αυτών λέξεων ως προς την ορθογραφία, αλλά και να αναδείξουμε το εντελώς διαφορετικό σημασιολογικό περιεχόμενό τους.

Το ουσιαστικό λιμός σημαίνει τη μεγάλη πείνα που μαστίζει ολόκληρο πληθυσμό, τη σιτοδεία, την παρατεταμένη έλλειψη τροφίμων για τη συντήρηση ανθρώπων και ζώων.

Όπως γίνεται αντιληπτό, σε περιόδους λιμού, που μπορεί να οφείλεται σε ξηρασία ή σε άλλες φυσικές καταστροφές, οι ανθρώπινες απώλειες είναι ανυπολόγιστες.

Λέξεις της νέας ελληνικής γλώσσας που ανήκουν στην ίδια οικογένεια είναι τα ρήματα λιμοκτονώ (πεθαίνω από πείνα ή ασιτία, πένομαι, βρίσκομαι σε έσχατη ένδεια, είμαι πάμφτωχος) και λιμάζω (υποφέρω ή πεθαίνω από την πείνα), η μετοχή λιμασμένος (πεινασμένος), τα ουσιαστικά λιμοκτονία (θάνατος από πείνα), λίμα (έντονη πείνα, λαιμαργία) και λιμοκοντόρος (πεινασμένος ή φτωχός νέος που ντύνεται και καλλωπίζεται επιδεικτικά, για να κάνει εντύπωση), καθώς και το επίθετο λιμώδης (πειναλέος, θεονήστικος).

Το ουσιαστικό λοιμός δηλώνει κάθε ευρέως εξαπλούμενη επιδημική νόσο βαριάς μορφής (συνώνυμα, η λοιμική και το λοιμικό), προπάντων δε την πανώλη (στην αρχαία ελληνική γλώσσα, ο/η πανώλης, το πανώλες, σιγμόληκτο δικατάληκτο επίθετο, που σήμαινε αυτόν που καταστρέφει τα πάντα) ή πανούκλα, βαρύτατη λοιμώδη νόσο, αιτία θανατηφόρων επιδημιών κατά την αρχαιότητα και το Μεσαίωνα.

Στις λέξεις της ίδιας οικογένειας συγκαταλέγονται τα ουσιαστικά λοίμωξη (η διείσδυση παθογόνων μικροβίων σε ένα ζωντανό οργανισμό και τα επακόλουθα παθολογικά φαινόμενα) και λοιμοκαθαρτήριο (χώρος υγειονομικής κάθαρσης και απομόνωσης), τα επίθετα λοιμώδης (αυτός που μπορεί να προκαλέσει, να συνοδεύσει ή να προκύψει από μια λοίμωξη, π.χ., λοιμώδης νόσος, λοιμώδες νόσημα, λοιμώδης μονοπυρήνωση), λοιμογόνος (αυτός που προκαλεί λοίμωξη, π.χ., λοιμογόνος παράγοντας) και λοιμικός (ο αναφερόμενος στον λοιμό, ο σχετιζόμενος με τον λοιμό).