Υπό το φως της «κρίσης COVID-19», η κυβέρνηση ζήτησε από όλες τις εκκλησίες να κλείσουν. Θα πρέπει η εκκλησία να υπακούσει και να τηρήσει αυτό το αίτημα;
Το ερώτημα αυτό εγείρει δύο ξεχωριστά ζητήματα, τα οποία θα δούμε
μεμονωμένα.
Πρώτον, τι συνιστά μια βιβλική εκκλησιαστική συγκέντρωση,
και σε ποιο βαθμό μπορεί η συγκέντρωση να αλλάξει χωρίς να χάσει την υπόστασή
της;
Η Βίβλος λέει ότι οι πιστοί δεν πρέπει να αφήνουν την συνάθροιση:
Εβρ.ι:24,25 και ας φροντίζωμεν περί αλλήλων,
παρακινούντες εις αγάπην και καλά έργα, μη αφίνοντες το να συνερχώμεθα ομού,
καθώς είναι συνήθεια εις τινάς, αλλά προτρέποντες αλλήλους, και τοσούτω μάλλον,
όσον βλέπετε πλησιάζουσαν την ημέραν.
Παρατηρήστε τα σχόλια του συγγραφέα. Ζητά από το σώμα να
συγκεντρωθεί για να φροντίσει ο ένας τον άλλο, να παρακινήσει ο ένας τον άλλον σε
αγάπη και καλά έργα. Αυτός είναι ο σκοπός της συνάθροισης. Ώστε, κάθε συνάθροιση
που επιτυγχάνει αυτούς τους σκοπούς είναι σωστή, ενώ μια συνάθροιση που δεν
επιτυγχάνει αυτούς τους σκοπούς είναι ανεπαρκής.
Δεύτερο, η λέξη «συνάθροιση» συνεπάγεται την λειτουργία της κοινότητας, δηλαδή η ενεργός συμμετοχή είναι σημαντική.
Βιώνοντας κάτι μεμονωμένα δεν είναι
το ίδιο με την συμμετοχή σε μια συνάθροιση. Γι’ αυτό το λόγο, παρακολουθώντας
την λειτουργία της εκκλησίας σε απευθείας σύνδεση (on line), σε τηλεδιάσκεψη, ή
ακούγοντας μια ηχογραφημένη Βιβλική μελέτη, δεν είναι γενικά το ίδιο με μια
βιβλική συγκέντρωση εκκλησίας, δεδομένου του σκοπού που ο Θεός έχει ορίσει.
Από την άλλη πλευρά, συνάθροιση δεν είναι απαραίτητα η
είσοδος των πιστών σε ένα κτίριο εκκλησίας. Κατά τις πρώτες ημέρες της
εκκλησίας, οι πιστοί συγκεντρώνονταν σε ανοιχτούς χώρους δίπλα σε ποτάμια (Πράξ.ις:13)
ή σε σπίτια ή άλλα μέρη. Επιπλέον, οι συναθροίσεις ήταν σχετικά ολιγομελείς,
έτσι τα μεγάλα κτήρια γενικά δεν χρειαζόταν.
Σε περιόδους διωγμών, οι πιστοί συχνά συγκεντρώνονταν 2-3 άτομα
κάθε φορά, μοιράζοντας αντίγραφα των Γραφών μεταξύ των ομάδων. Τέλος, σε
περιόδους ασθενειών, η εκκλησία μείωνε γενικά τη συχνότητα και το μέγεθος των συναθροίσεων
της και απέφευγε μεγαλύτερες ομάδες για την προστασία των πιστών (π.χ., κατά τη
διάρκεια της Μαύρης Πανούκλας κ.λπ.).
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το ερώτημα είναι αν ένας
πιστός έχει καρδιά για την συνάθροιση ή την έχει εγκαταλείψει. Αν η συνάθροιση λειτουργεί,
αλλά ο πιστός την έχει απορρίψει, τότε υπάρχει πρόβλημα. Αλλά, όταν οι
περιστάσεις δεν επιτρέπουν στην εκκλησία να συγκεντρωθεί όπως συνήθως, τότε ο
πιστός δεν κινδυνεύει να θεωρηθεί ότι έχει αμελήσει την συνάθροιση. Αντ’ αυτού,
το σώμα της εκκλησίας ανταποκρίνεται με λογικούς τρόπους στις συνθήκες των ημερών,
όπως έκανε πάντα η εκκλησία.
Έτσι, έχουμε μεγάλη ευελιξία στον τρόπο που συγκεντρωνόμαστε
και πόσο συχνά συγκεντρωνόμαστε, καθώς και τις μεθόδους που χρησιμοποιούμε για
να επιτύχουμε την συγκέντρωση.
Το κλειδί είναι να προβλεφθεί η ενεργός συμμετοχή στη
συγκέντρωση, είτε βρισκόμαστε σε ένα κτίριο ή σε απευθείας σύνδεση. Αυτή είναι
η πρόκληση που αντιμετωπίζει η εκκλησία ανά πάσα στιγμή, αν είναι να επιτευχθεί
ο σκοπός της συγκέντρωσης, όπως λέει ο Παύλος:
Α’ Κορ.ιδ:26 Τι πρέπει λοιπόν, αδελφοί; Όταν
συνέρχησθε, έκαστος υμών ψαλμόν έχει, διδαχήν έχει, γλώσσαν έχει, αποκάλυψιν
έχει, ερμηνείαν έχει· πάντα ας γίνωνται προς οικοδομήν.
Δεύτερο, πως πρέπει η εκκλησία να ανταποκριθεί στην
κυβερνητική εντολή να σταματήσουν οι συναθροίσεις;
Η απάντηση εξαρτάται από τον επιδιωκόμενο σκοπό της
κυβέρνησης. Αν το ενδιαφέρον της κυβέρνησης είναι η ασφάλεια των μελών της
εκκλησίας (όπως συμβαίνει τώρα κατά τη διάρκεια του covid-19), τότε η εκκλησία θα πρέπει να
υπακούσει στην κυβέρνηση, όπως λέει ο Παύλος:
Ρωμ.ιγ:1-3 Πάσα ψυχή ας υποτάσσηται εις τας
ανωτέρας εξουσίας. Διότι δεν υπάρχει εξουσία ειμή από Θεού· αι δε ούσαι
εξουσίαι υπό του Θεού είναι τεταγμέναι. Ώστε ο εναντιούμενος εις την εξουσίαν
εναντιούται εις την διαταγήν του Θεού· οι δε εναντιούμενοι θέλουσι λάβει εις
εαυτούς καταδίκην. Διότι οι άρχοντες δεν είναι φόβος των αγαθών έργων, αλλά των
κακών. Θέλεις δε να μη φοβήσαι την εξουσίαν; πράττε το καλόν, και θέλεις έχει
έπαινον παρ' αυτής·
Από την άλλη πλευρά, εάν η κυβέρνηση διατάζει τις εκκλησίες
να σταματήσουν να συναθροίζονται επειδή αντιτίθεται στον Χριστιανισμό και προσπαθεί
να βάλει τέλος στην χριστιανική λατρεία (όπως συμβαίνει στην Κίνα ή την Βόρεια
Κορέα), τότε οι πιστοί είναι υποχρεωμένοι να αψηφήσουν την εντολή υπακούοντας στον
Θεό, που είναι η ανώτερη εξουσία μας:
Πράξ.δ:18-20 Και καλέσαντες αυτούς, παρήγγειλαν
εις αυτούς να μη λαλώσι καθόλου μηδέ να διδάσκωσιν εν τω ονόματι του Ιησού. Ο
δε Πέτρος και Ιωάννης αποκριθέντες προς αυτούς, είπον· Αν ήναι δίκαιον ενώπιον
του Θεού να ακούωμεν εσάς μάλλον παρά τον Θεόν, κρίνατε. Διότι ημείς δεν
δυνάμεθα να μη λαλώμεν όσα είδομεν και ηκούσαμεν.
Έτσι, εν ολίγοις, οι πιστοί μπορούν να σταματήσουν να μαζεύονται
στο εκκλησιαστικό κτίριο όταν είναι απαραίτητο για την ασφάλεια ή την υγεία των
πιστών. Και σε περιόδους ταχείας εξάπλωσης της νόσου, μπορεί να είναι καλύτερο
να αποφευχθούν μεγάλες συγκεντρώσεις.
Η εκκλησία μπορεί να κλείσει το κτίριο όταν απαιτείται από
το νόμο, υποθέτοντας ότι η κυβέρνηση ενεργεί προς το συμφέρον του
εκκλησιαστικού σώματος και όχι με σκοπό την απαγόρευση του Χριστιανισμού ή της
λατρείας γενικότερα.