Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2021

Επιστολές (38)

 


Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ

ΜΕΡΟΣ ΙΙ

 

Α. ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΣΩΠΟΛΗΨΙΑ

Ιάκωβος β:1-7

Φαινομενικά, στην πρώτη Εκκλησία υπήρξε μια τάση διάκρισης μεταξύ πλούσιου και φτωχού. Ο Ιάκωβος τους επίπληξε γι’ αυτό και τους έγραψε, ότι δεν μπορούν να ισχυρίζονται, ότι ανήκουν στον Κύριο Ιησού, και συγχρόνως να δείχνουν προσωποληψία. Ήταν ανάρμοστο από μέρους τους να δείχνουν προσωποληψία.

Σε έναν άνθρωπο με χρυσό δαχτυλίδι και ακριβά ρούχα θα δινόταν θέση τιμής. Στον φτωχό, με τα κουρελιασμένα ρούχα θα δινόταν η πιο ευτελής θέση, ή ίσως και να καθόταν στο πάτωμα. Η λέξη “ρυπαρό” στο εδάφιο 2 σημαίνει “φθαρμένο” ή “κουρελιασμένο”.

Ο Θεός ασχολείται όμοια με όλους τους ανθρώπους. Ο Θεός δεν βλέπει τα ρούχα, που φορούν οι άνθρωποι, ή τα αυτοκίνητα, που οδηγούν. Έχει εκλέξει τους φτωχούς του κόσμου αυτού, αλλά πλούσιους στην πίστη, ώστε να είναι κληρονόμοι της βασιλείας.

Το γεγονός, που τους χαρακτηρίζει κληρονόμους της βασιλείας δεν είναι η φτώχεια τους, αλλά το γεγονός ότι αγαπούν Αυτόν (εδ.5).

Ο Ιάκωβος υπενθύμισε στους Χριστιανούς, ότι είχαν καταδυναστευτεί, διωχθεί και συρθεί στα δικαστήρια από τους πλούσιους. Επίσης τους υπενθύμισε, ότι το όνομα του Ιησού είχε βλασφημηθεί από τους πλούσιους.

Οι Χριστιανοί δεν έπρεπε να κρίνουν τους αδελφούς τους με βάση το μέγεθος του πλούτου που κατείχαν ή τα ρούχα που φορούσαν. Αν το έκαναν αυτό, θα γίνονταν κριτές λόγω κακών σκέψεων. Με άλλα λόγια, θα ήταν οι κακές σκέψεις και τα λανθασμένα κίνητρα, που θα τους ωθούσαν σ’ αυτήν τη φανέρωση της προσωποληψίας.

 

Β. Ο ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ

Ιάκωβος β:8-13

Ο Ιάκωβος αναφέρθηκε στον “βασιλικό νόμο”, την εντολή του “θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν”.

Υπενθύμισε στους αναγνώστες του, ότι εάν έδειχναν προσωποληψία, τότε παράβαιναν αυτή την βασιλική εντολή. Η αγάπη δεν προσωποληπτεί. Αν κάποιος παραβαίνει τον νόμο σε ένα σημείο, τότε έχει παραβεί ολόκληρο τον νόμο.

Ο συγγραφέας τους υπενθύμισε, ότι θα κρίνονταν απ’ τον “νόμο της ελευθερίας”. Ποιος είναι ο νόμος της ελευθερίας; Δεν είναι το ότι ο Χριστιανός έχει την ελευθερία να κάνει αυτό που είναι σωστό κατά την δική του επιθυμία; Θα μπορούσε να οριστεί σαν μια εσωτερική ανάγκη παρά ένας εξωτερικός περιορισμός.

Αν ένα άτομο είναι αληθινά αναγεννημένο, είναι ελεύθερο να κάνει αυτό που είναι σωστό με βάση τις πεποιθήσεις του, και όχι με βάση κάποιους εξωτερικούς περιορισμούς.

Ο βασιλικός νόμος της αγάπης ωθεί τον Χριστιανό να επιθυμεί να δείξει την αγάπη του Θεού στους άλλους.

Στο εδάφιο 13 διαβάζουμε, διότι η κρίσις θέλει είσθαι ανίλεως εις τον όστις δεν έκαμεν έλεος. Ένας Χριστιανός όμως, ο οποίος έδειξε συμπόνια και έλεος, δεν θα φοβάται την ημέρα της κρίσης. Εκείνη την ημέρα, το έλεος θα καυχηθεί θριαμβευτικά κατά της κρίσης.

 

Γ. ΠΙΣΤΗ ΑΠΟΔΕΔΕΙΓΜΕΝΗ ΜΕ ΤΑ ΚΑΛΑ ΕΡΓΑ

Ιάκωβος β:14-26

Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε καμία διαφωνία μεταξύ του αποστόλου Παύλου και του Ιακώβου σχετικά με τη διδασκαλία τους περί δικαίωσης.

Ο Παύλος δίδαξε, ότι ο άνθρωπος δικαιώνεται μέσω της πίστης. Δίδασκε, ότι οι άδικοι θα μπορούσαν να δικαιωθούν μόνο μέσω της πίστης και χωρίς έργα.

Ο Ιάκωβος δίδαξε, ότι ένας άνθρωπος, ο οποίος δικαιώθηκε, θα έδειχνε και θα αποδείκνυε την πίστη του με τα έργα του. Αν δεν υπάρχουν έργα, τότε δεν έχει πίστη και δεν είναι δικαιωμένος (εδ.24).

Ο Ιάκωβος έγραψε: “δείξόν μοι την πίστιν σου εκ των έργων σου” (εδ.18). Πίστευε, ότι αυτό ήταν αδύνατο. Η πίστη δεν μπορούσε να φανεί, χωρίς την ακολουθία των έργων. Η πίστη, η οποία είναι μόνο μια εγκεφαλική γνώση, μια διανοητική συμφωνία, είναι άχρηστη. Τα δαιμόνια είναι μονοθεϊστικά. Κι αυτά πιστεύουν σ’ έναν Θεό. Αλλά αυτό δεν τα σώζει, απλώς τα κάνει να φρίττουν (τρέμουν).

Στο εδάφιο 20, ο Ιάκωβος αποκάλεσε τον άνθρωπο, ο οποίος δεν πίστευε στα έργα, “μάταιο άνθρωπο”. Η έκφραση αυτή είναι έκφραση περιφρόνησης. Είναι σαν να λέει, “Ω ανόητε άνθρωπε”.

Με σκοπό να αποδείξει την άποψη του, ο Ιάκωβος αναφέρθηκε σε δύο χαρακτήρες της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Αβραάμ ήταν ο πατέρας της Πίστης. Ήταν ο φίλος του Θεού. Κι όμως απέδειξε την πίστη του με τα έργα προσφέροντας τον γιο του στο θυσιαστήριο.

Στο άλλο άκρο, η Ραάβ ήταν μια Εθνική πόρνη. Απέδειξε την πίστη της, όταν έκρυψε τους απεσταλμένους και έσωσε την ζωή τους.

Με την αναφορά του σ’ αυτά τα δύο άκρα ο Ιάκωβος έδειξε, ότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να αποδείξουν την πίστη τους με τα έργα τους.

Τελικά, έδωσε μια οριστική εξήγηση. Η πίστη χωρίς τα έργα είναι σαν ένα σώμα χωρίς πνεύμα - και τα δύο είναι νεκρά.

 

Δ. ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΑΔΙΚΙΑ

Ιάκωβος γ:1-12

Η γλώσσα είναι το πιο απείθαρχο μέλος του σώματος. Ο Ιάκωβος την αποκάλεσε “ο κόσμος της αδικίας”. Είπε, ότι κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να τη δαμάσει. Είναι ένα ακράτητο κακό, γεμάτη θανατηφόρου φαρμάκου.

Σπίτια ερημώθηκαν, εκκλησίες διχάστηκαν και εκατομμύρια έζησαν την απόγνωση εξαιτίας κακόβουλων προθέσεων. Όταν κάποιος λέει ένα ψέμα, συκοφαντεί κάποιον άλλον, ή επαναλαμβάνει μία βρώμικη ιστορία, ο ίδιος ο ομιλητής μολύνεται.

Ο Ιάκωβος είπε, ότι ολόκληρο το σώμα μολύνεται. Αυτό συμβαίνει, γιατί από “του περισσεύματος της καρδιάς λαλεί το στόμα”.

Ο άνθρωπος μπορεί να χαλιναγωγεί άλογα και να οδηγεί πλοία, αλλά δεν μπορεί να ελέγξει την γλώσσα του. Αν δεν φταίει σε λόγο, τότε μπορεί να θεωρηθεί ένας τέλειος άνθρωπος.

Ο Ιάκωβος προειδοποίησε τους αναγνώστες του ενάντια στο να ευλογούν τον Θεό και συγχρόνως να καταριόνται ανθρώπους. Μια πηγή δεν βγάζει (αναβρυεί) συγχρόνως πικρό και γλυκό νερό. Όπως ακριβώς μια πηγή δεν βγάζει αλμυρό και γλυκό νερό, έτσι και ένα άτομο δεν μπορεί να ευλογεί τον Θεό και την ίδια στιγμή να καταριέται τους ανθρώπους.

Με το στόμα γίνεται ομολογία προς σωτηρία (Ρωμ.ι:10). Με το στόμα επίσης διαπράττει ο άνθρωπος την ασυγχώρητη αμαρτία (Ματθ.ιβ:32). Ο λόγος του φανερώνει τι άνθρωπος είναι. Πολλά προβλήματα έχουν προκύψει εξαιτίας ψιθυρισμών, καταλαλιάς και συκοφαντίας. Ένας καλός κανόνας, που μπορείς να θυμάσαι είναι ότι αν δεν μπορείς να πεις κάτι καλό για κάποιον, μην πεις τίποτα απολύτως. Ο λόγος μας θα έπρεπε πάντα να είναι αρτυμένος με χάρη.

 

Ε. ΑΛΗΘΙΝΗ ΣΟΦΙΑ

Ιάκωβος γ:13-18

Η αληθινή σοφία προέρχεται άνωθεν. Ο Ιάκωβος περιγράφει αυτή την αληθινή σοφία σαν “καθαρή, ειρηνική, επιεική, ευπειθή, πλήρη ελέους και καλών καρπών, αμερόληπτη και ανυπόκριτη”.

Είναι αντιφατική προς την σοφία, που υπάρχει στον κόσμο αυτό. Αυτό το είδος της σοφίας είναι επίγεια, ζωώδης, δαιμονιώδης και το αποτέλεσμα αυτής είναι φθόνος, διαμάχη, σύγχυση και κακά έργα.

Ο σοφός άνθρωπος θα αναπτύξει μια καλή συζήτηση με πραότητα και θα είναι ειρηνοποιός μεταξύ των ανθρώπων.