αιώνιος, -α (λόγ. -ία), -ο 1. αυτός που διαρκεί παντοτινά: ~ δόξα
|| η φιλοσοφία εκφράζει την ~ αναζήτηση τού ανθρώπου για την αλήθεια ΣΥΝ.
διηνεκής, αέναος ΑΝΤ. εφήμερος, προσωρινός· ΦΡ. (α) (λογοτ.) αι-ώνια ανάπαυση |
αιώνιο σκοτάδι | αιώνιος ύπνος ο θάνατος (β) αιώνια ζωή (ζωή αιώνιος, Κ.E.
πολλαχού) η ζωή μετά τον θάνατο και ειδικότ. η ζωή στον Παράδεισο ΣΥΝ. μέλλουσα
ζωή, μεταθανάτιος ζωή (Μπαμπινιώτης)
Ματθ.κε:46 καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον,
οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον.
Ματθ.κε:41 τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ'
ἐμοῦ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις
αὐτοῦ.
Ματθ.γ:12 οὗ τὸ πτύον ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ διακαθαριεῖ
τὴν ἅλωνα αὐτοῦ καὶ συνάξει τὸν σῖτον αὐτοῦ εἰς τὴν ἀποθήκην τὸ δὲ ἄχυρον
κατακαύσει πυρὶ ἀσβέστῳ.
Δαν.ιβ:2 Και πολλοί εκ των κοιμωμένων εν τω χώματι
της γης θέλουσιν εξεγερθή, οι μεν εις αιώνιον ζωήν, οι δε εις ονειδισμόν και
εις καταισχύνην αιώνιον.