Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2022

Η πίστη είναι απαραίτητη για το βάπτισμα.

 



Αληθινή πίστη στο Θεό και το λόγο Του θα οδηγήσει στο βάπτισμα στο νερό. Χωρίς πίστη στο Θεό, το βάπτισμα δεν έχει κανένα νόημα.

Χωρίς πίστη δεν μπορούμε να ευαρεστήσουμε το Θεό και το βάπτισμα δεν αποτελεί εξαίρεση (Εβρ.ια:6).

Το βάπτισμα στο όνομα του Ιησού είναι άκαρπο εκτός αν ο υποψήφιος πιστεύει πραγματικά στον Ιησού και στη δύναμη που αντιπροσωπεύει το όνομά Του (Πράξ.ι:43).

Ο Φίλιππος είπε στον Αιθίοπα ότι πρέπει να πιστεύει στον Ιησού πριν μπορέσει να βαπτιστεί (Πράξ.η:37).

 

Η μετάνοια και το βάπτισμα είναι απαραίτητα για την συγχώρεση.

 

Σύμφωνα με το Πράξ.β:38 και άλλα εδάφια της Γραφής, χρειάζεται μετάνοια και βάπτισμα στο νερό για να πάρει κανείς συγχώρεση ή άφεση αμαρτιών:

«Μετανοήσατε, καί άς βαπτισθή έκαστος υμών εις τό όνομα τού  Ιησού Χριστού εις άφεσιν αμαρτιών…» (Πράξ.β:38).

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Θεός χειρίζεται τις τρέχουσες συνέπειες της αμαρτίας στη μετάνοια και τις αιώνιες στο βάπτισμα (Δες κεφ.5).

Η μετάνοια παίζει αποφασιστικό ρόλο στη συγχώρεση, ώστε αντί να λέμε ότι συγχωρεθήκαμε όταν μετανοήσαμε, είναι πιο Βιβλικό να λέμε ότι αυτό έγινε όταν μετανοήσαμε και βαπτιστήκαμε στο νερό.

Η μετάνοια πρέπει να προηγείται του βαπτίσματος. Ο Ιωάννης κήρυξε πρώτα μετάνοια, και όσοι πίστευαν ομολογούσαν τις αμαρτίες τους στο βάπτισμα (Ματθ.γ:6, Μάρκ.α:5).

Όταν οι άνθρωποι ερχόταν για να βαπτιστούν, απαιτούσε να μετανοήσουν και να το αποδείξουν (Ματθ.γ:8, Λουκ.γ:8).

Το βάπτισμα είναι η ταφή των παλιών αμαρτιών, αλλά για να έχει νόημα αυτή η ταφή, πρέπει να προηγηθεί θάνατος με τη μετάνοια. Για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες στο βάπτισμα πρέπει ο βαπτιζόμενος να έχει μετανοήσει γι’ αυτές τις αμαρτίες.

 

Βάπτισμα χωρίς να προηγηθεί μετάνοια.

 

Εφόσον η Βίβλος διδάσκει ότι η μετάνοια πρέπει να προηγείται του βαπτίσματος, ο εργάτης θα πρέπει προσεκτικά να εξηγεί τι σημαίνει μετάνοια στον υποψήφιο για να βαπτιστεί. Αν ο υποψήφιος ομολογήσει αδυναμία να μετανοήσει, ο εργάτης μπορεί να αρνηθεί να τον βαπτίσει, όπως έκανε ο Ιωάννης. Φυσικά, δεν πρέπει να απαιτεί υψηλό επίπεδο πνευματικής ωριμότητας, κάτι που χρειάζεται χρόνο και διδασκαλία για να επιτευχθεί.

Σε τελευταία ανάλυση, ο καθένας πρέπει ν’ απαντήσει προσωπικά στο Θεό, γι’ αυτό, ο εργάτης, στις περισσότερες περιπτώσεις μπορεί να σεβαστεί την ειλικρινή ομολογία ενός γνωστικού ατόμου, ότι έχει μετανοήσει.

Ωστόσο, είναι Γραφικό, ο εργάτης να ρωτήσει τον υποψήφιο για την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Ο Φίλιππος απέσπασε δήλωση πίστης από τον Αιθίοπα ευνούχο πριν τον βαπτίσει (Πράξ.η:37), ο εργάτης είναι υπεύθυνος να ζητήσει ανάλογη ομολογία πριν από την πράξη του βαπτίσματος.

Η Βίβλος δεν καθορίζει ακριβώς τι πρέπει να κάνουμε όταν κάποιος ομολογήσει ότι δεν μετανόησε παρά μονάχα μετά το βάπτισμά του. Μία λύση είναι να βαπτιστεί ξανά, αλλά η Βίβλος δεν διδάσκει κάτι τέτοιο, ούτε υπάρχει αναφορά αναβαπτισμού για παρόμοιο λόγο.

Εφόσον το βάπτισμα είναι βασικά πράξη πίστης, φαίνεται ότι ο αναβαπτισμός δεν είναι αναγκαίος αν το βάπτισμα έγινε με πίστη στο Θεό και μια ειλικρινή επιθυμία του ατόμου να ζήσει γι’ Αυτόν. Η πίστη και η επιθυμία για τον Θεό περιέχουν ένα μέτρο μετάνοιας. Το κύρος του βαπτίσματος εξαρτάται από την πίστη που περικλείει κάποια αναγνώριση των αμαρτιών και αποδοχή του έργου που έγινε πάνω στο σταυρό, αλλά όχι βέβαια ένα πλήρη κατάλογο αμαρτιών που το άτομο μπορεί να έχει διαπράξει.

Παρακάτω, αναφέρουμε μερικά παραδείγματα που επιβεβαιώνουν αυτή τη θέση:

(1) ο νηπιοβαπτισμός δεν είναι έγκυρος, επειδή ακριβώς το μωρό δεν μπορεί να εξασκήσει πίστη. Αν κάποιος έχει βαπτιστεί μωρό, πρέπει να βαπτιστεί ξανά, όταν μεγαλώσει και αφού καταλάβει, πιστέψει και μετανοήσει.

(2) αν κάποιος μεγάλος βαπτιστεί για άλλο λόγο – όχι θρησκευτικό – πρέπει να βαπτιστεί αφού πιστέψει προσωπικά και μετανοήσει.

(3) όταν ένας μεγάλος καταλάβει ότι έχει ανάγκη τον Κύριο και αισθάνεται ότι θέλει να ζήσει γι’ Αυτόν και βαπτίζεται, αλλά αργότερα καταλαβαίνει ότι δεν είχε μετανοήσει πραγματικά για την παλιά του ζωή, δεν χρειάζεται να ξαναβαπτιστεί.

Βέβαια, πρέπει να μετανοήσει γι’ αυτές τις αμαρτίες του, ώστε να λάβει το Άγιο Πνεύμα. Δεν χρειάζεται να βαπτιστεί ξανά, γιατί το βάπτισμά του ήταν μια πράξη πίστης στο Χριστό. Αν και κατά το βάπτισμά του δεν συγχωρέθηκαν αμαρτίες για τις οποίες δεν είχε μετανοήσει, αυτό έγινε αργότερα, όταν μετανόησε γι’ αυτές.

(4) κάποιος μετανοεί, βαπτίζεται, παίρνει το Άγιο Πνεύμα, αλλά αργότερα γυρνάει πίσω, στον παλιό τρόπο ζωής. Όταν μετανοήσει για την αποστασία του και επιστρέψει, δεν χρειάζεται να βαπτιστεί ξανά, γιατί το βάπτισμά του καλύπτει τις αμαρτίες που έγιναν μετά εφόσον μετανόησε γι’ αυτές.

Συμπερασματικά, το βάπτισμα είναι νόμιμο, όταν γίνεται στο όνομα του Ιησού Χριστού, με πίστη σ’ Αυτόν. Όμως, καμία αμαρτία πριν ή μετά το βάπτισμα δεν συγχωρείται αν δεν προηγηθεί μετάνοια. Η εγκυρότητα του βαπτίσματος δεν εξαρτάται από την πίστη ή την ηθική κάποιου συγγενή, φίλου, ή ακόμα του εργάτη που το διενεργεί, αλλά από τη μετάνοια και την πίστη αυτού που βαπτίζεται.

 

Νηπιοβαπτισμός.

 

Όπως είδαμε μέχρι τώρα, ο νηπιοβαπτισμός δεν είναι έγκυρος κι ούτε πρόκειται ποτέ να αναγνωριστεί, εφόσον το μωρό δεν έχει συνείδηση πίστης. Μερικοί λένε ότι ο Θεός δίνει πίστη στο νήπιο, προκειμένου να νομιμοποιήσουν αυτό το βάπτισμα. Ωστόσο, εφόσον ο Θεός είναι η απόλυτη πηγή της πίστης, ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος όσο αφορά στην χρήση αυτής της πίστης, έχοντας την ελευθερία της εκλογής να κάνει κάτι ή να μην το κάνει.

Σώζουσα πίστη είναι η συνειδητή και εκούσια ανταπόκριση στο Θεό. Η Βίβλος όταν μιλάει για βάπτισμα, αναφέρεται μόνο σε πιστούς (Μάρκ.ις:16, Πράξ.η:37) και σε όσους έχουν μετανοήσει (Λουκ.γ:8, Πράξ.β:38). Τα μωρά δεν μπορούν ούτε να πιστέψουν ούτε να μετανοήσουν, αλλά ούτε υπάρχουν παραδείγματα νηπιοβαπτισμού μέσα στο λόγο του Θεού.

Κάποιοι φέρνουν σαν επιχείρημα τους οικιακούς κάποιων που πίστεψαν και βαπτίστηκαν, εννοώντας ότι θα υπήρχε και κάποιο μωρό που βαπτίστηκε, όπως η περίπτωση της Λυδίας και του δεσμοφύλακα στους Φιλίππους (Πράξ.ις:15, 31-33).

Όμως, διαβάζουμε ότι οι οικιακοί του Κορνήλιου έλαβαν Πνεύμα Άγιο και μίλησαν με άγνωστες γλώσσες (Πράξ.ι:24, 44-46, ια:14-17), κάτι που είναι γεγονός ότι δεν συμβαίνει με τα μωρά. Η έννοια του οικιακού, μπορεί να αποδοθεί και σ’ ένα ζώο, αλλά κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει, σύμφωνα με αυτή τη λογική, ότι βαπτίστηκαν και ζώα.

Η Βίβλος ξεκάθαρα αναφέρει ότι όλο το σπίτι του δεσμοφύλακα και του Κρίσπου πίστεψε στο Θεό (Πράξ.ις:34, ιη:8), αλλά κανένα μωρό που τυχόν θα υπήρχε δεν μπορούσε να έχει συνειδητή πίστη. Όταν διαβάζουμε ότι ένα ολόκληρο σπίτι βαπτίστηκε, θα πρέπει να καταλαβαίνουμε ότι βαπτίστηκαν όσοι πληρούσαν τις προϋποθέσεις που η Βίβλος βάζει για να βαπτιστεί κάποιος. Αυτοί που ήταν αρκετά μεγάλοι ώστε να μετανοήσουν και να έχουν πίστη για να σωθούν.

Κάποιοι διδάσκουν το νηπιοβαπτισμό βασιζόμενοι στο γεγονός ότι στην Παλαιά Διαθήκη έκαναν περιτομή στα παιδιά όταν ήταν μωρά. Το βάπτισμα όμως είναι πνευματική κι όχι σαρκική περιτομή που απαιτεί ένα πνευματικό κι όχι σαρκικό καθαρισμό. Οι αμαρτίες του παρελθόντος και ο παλιός τρόπος ζωής σταματάει, κάτι που συνεπάγεται συνειδητή πίστη και μετάνοια.

Το Κολ.β:11-12, το εδάφιο που περιγράφει το βάπτισμα σαν πνευματική περιτομή, μας διδάσκει ότι το πνευματικό έργο που γίνεται, συμβαίνει «διά τής πίστεως τής ενεργείας τού Θεού». Επιπλέον, η περιτομή συμβολίζει το βάπτισμα στο νερό και το Πνεύμα, αυτός δηλαδή που βαπτίζεται στο νερό πρέπει να είναι έτοιμος να λάβει και το Άγιο Πνεύμα.

Στην Παλαιά Διαθήκη, ο Θεός ασχολήθηκε κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο μ’ ένα έθνος που ήταν φυσικά ξεχωρισμένο από τον κόσμο. Σήμερα, ο Θεός ασχολείται σε προσωπική βάση και λαός Του είναι αυτοί που έχουν αναγεννηθεί κι έχουν χωριστεί πνευματικά από τον κόσμο.

 

Βάπτισμα υπέρ των νεκρών.

 

Τέτοιου είδους βάπτισμα δεν είναι Βιβλικό. Οι νεκροί δεν μπορούν να έχουν σώζουσα πίστη, ούτε μπορούν να μετανοήσουν, γιατί είναι αργά πλέον γι’ αυτούς:

«Καθώς είναι αποφασισμένον εις τούς ανθρώπους άπαξ νά αποθάνωσι, μετά δέ τούτο είναι κρίσις» (Εβρ.θ:27).

Η Βίβλος σε καμία περίπτωση δεν διδάσκει ότι ψυχή μπορεί να σωθεί μετά θάνατο, ιδιαίτερα με πράξεις που γίνονται από άλλους για λογαριασμό της.

Αυτή η σκέψη του βαπτίσματος υπέρ των νεκρών βασίζεται σε μια λάθος ερμηνεία του εδαφίου Α’ Κορ.ιε:29.

Σ’ αυτό το κεφάλαιο ο Παύλος διδάσκει την ανάσταση του Ιησού και τη μελλοντική ανάσταση των νεκρών. Σαν μέρος της επιχειρηματολογίας του, ουσιαστικά ρωτάει: «εάν τω όντι οι νεκροί δέν ανασταίνωνται, διά τί καί βαπτίζονται υπέρ τών νεκρών;».

Υπάρχουν διάφορες θεωρίες όσο αφορά στο τι εννοούσε ο Παύλος, αλλά αυτό το εδάφιο δεν διδάσκει ούτε αποδεικνύει το βάπτισμα υπέρ των νεκρών, ιδιαίτερα για το λόγο ότι θα αντιφάσκει με ολόκληρη την Γραφή.

Θα δούμε τρεις πιθανές ερμηνείες αυτού του εδαφίου:

(1)      Ο Παύλος αναφέρεται σ’ αυτούς που πίστεψαν εξαιτίας του θανάτου αγαπημένων τους προσώπων που ήταν Χριστιανοί.

(2)      Αναφέρεται στο «βάπτισμα με πληρεξούσιο», όχι για να το δικαιολογήσει ή να το συγχωρέσει, αλλά το χρησιμοποιεί σαν παράδειγμα πίστης στην ανάσταση. Ίσως κάποιοι Κορίνθιοι να κήρυτταν ενάντια στην ανάσταση και παρόλα αυτά βαπτιζόταν υπέρ των νεκρών. Μ’ αυτά τα λόγια θέλει απλά να τονίσει την ασυνέπειά τους.

(3)      Εννοούσε το βάπτισμα στο θάνατο του Χριστού. Η λέξη «νεκρών» βέβαια δεν μπορεί να υπονοεί το Χριστό αφού είναι στον πληθυντικό, αλλά μπορεί να εννοεί τους παλιούς εαυτούς που πέθαναν στη μετάνοια.

Όσοι βαπτιστήκαμε «Συνετάφημεν μετ' αυτού διά τού βαπτίσματος εις τόν θάνατον, ίνα καθώς ο Χριστός ανέστη εκ νεκρών διά τής δόξης τού Πατρός, ούτω καί ημείς περιπατήσωμεν εις νέαν ζωήν» (Ρωμ.ς:3-5).

Βλέποντάς το έτσι, το βάπτισμα είναι μια ομολογία πίστης στην ανάσταση του Χριστού, κάτι που ο Παύλος προσπαθεί να επιβεβαιώσει σ’ αυτά τα εδάφια.