Το επεισόδιο της Σφαγής των Νηπίων μνημονεύεται μόνο από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου (β:16-18). Δεν μιλούν γι' αυτό ούτε οι άλλοι Ευαγγελιστές ούτε ο ιστορικός Ιώσηπος. Για το λόγο αυτό έχουν εκφραστεί αμφιβολίες για την ιστορικότητα αυτής της περικοπής.
Παράξενο είναι, το πώς κάποιος που πίστευε στον
ερχομό του Χριστού μπορούσε να ήταν τόσο ανόητος και να είχε τέτοια έπαρση που
να νόμιζε, ότι θα ήταν σε θέση να ματαιώσει τον ερχομό Του.
Όσο αφορά στη μοναδική αναφορά από το Ματθαίο, η αλήθεια είναι ότι αυτό δεν είναι το μοναδικό γεγονός που καταγράφεται μόνο από μια ιστορική πηγή, ο δε Ιώσηπος έχει παραλείψει και άλλα γεγονότα από την ιστορία του.
Χωρίς αμφιβολία, εντούτοις, μεγάλη ευθύνη για
την αμφισβήτηση των σκεπτικιστών έχουν οι άνθρωποι της εκκλησιαστικής
παράδοσης, οι οποίοι θέλοντας να παρουσιάσουν τον Ηρώδη ακόμη χειρότερο από
ό,τι ήταν πραγματικά, χρησιμοποίησαν υπερβολικούς αριθμούς.
(Η βυζαντινή παράδοση μιλάει για 14.000
νήπια, η Συριακή ανεβάζει τον αριθμό τους στις 64.000, ενώ κάποιοι τα ταύτισαν
με τις 144.000 που αναφέρονται στην Αποκάλυψη).
Επηρεασμένοι από τέτοια νούμερα πολλοί εύλογα
σκέφτονται ότι ένα τόσο φοβερό γεγονός όπως η εξόντωση όλων τα μικρών παιδιών
μιας πόλης, θα ήταν απίθανο να μην αναφερθεί από πολλές πηγές.
Οι παραπάνω αριθμοί, όμως, είναι εντελώς
εξωπραγματικοί. Αν και σήμερα η Βηθλεέμ έχει περίπου 22.000 κατοίκους, την
εποχή της γέννησης του Χριστού δεν ήταν παρά μια μικρή κωμόπολη που μαζί με τα
περίχωρά της είχε πληθυσμό περίπου 1.000 κατοίκων. Τα νήπια που αντιστοιχούν σε
τέτοιο πληθυσμό, λαμβάνοντας υπόψη και τα ποσοστά βρεφικής θνησιμότητας της
εποχής εκείνης, δε θα μπορούσαν να ήταν πολύ περισσότερα από είκοσι. Αν αυτός ο
αριθμός είναι σωστός, η σφαγή 20 περίπου παιδιών μέσα σ’ εκείνο το ιστορικό
πλαίσιο με τις ατέλειωτες πολιτικές δολοφονίες, εύκολα θα ξέφευγε της προσοχής
του κόσμου έξω από αυτήν.
Η επόμενη αρχαία πηγή που αναφέρει για τη
σφαγή των νηπίων είναι ο Μακρόβιος (395–423 μ.Χ.), ένας ειδωλολάτρης
συγγραφέας, που στο βιβλίο του «Saturnalia» γράφει τα εξής: «Όταν ο [Αύγουστος]
άκουσε ότι ο βασιλιάς των Εβραίων Ηρώδης διέταξε να σκοτωθούν όλα τα αγόρια της
Συρίας κάτω των δύο ετών και ότι ο γιος του βασιλιά ήταν μεταξύ αυτών που
σκοτώθηκαν, είπε, “Θα προτιμούσα να ήμουν γουρούνι του Ηρώδη παρά γιος του”».
Είναι προφανές ότι ο Μακρόβιος δεν πήρε την
πληροφορία του από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου, αφού έχει ενώσει δύο χωριστά
επεισόδια — τη σφαγή των νηπίων και τη δολοφονία ενός από τους γιους του ίδιου
του Ηρώδη – ο οποίος ήταν ενήλικος και σκοτώθηκε χωριστά από εκείνα τα παιδιά –
και αφετέρου τοποθετεί το γεγονός στη Συρία αντί της Βηθλεέμ.
Με δεδομένο ότι ακόμη και σήμερα εύκολα θα
βρει κανείς ανθρώπους που πιστεύουν ότι υπάρχουν “Δώδεκα Ευαγγέλια” και άλλες
παρόμοιες ανακρίβειες, το λάθος του Μακρόβιου δεν είναι αδικαιολόγητο όταν
σκεφτεί κανείς τα χρόνια που είχαν μεσολαβήσει και τη σπανιότητα των μέσων
ενημέρωσης εκείνης της εποχής.
Ο Ηρώδης ήταν πασίγνωστος για τα πολλά
εγκλήματα που έκανε ή διέταξε στη μακρόχρονη βασιλεία του, τα περισσότερα από
τα οποία είχαν αφορμή τη ζηλοτυπία και την παράνοιά του σχετικά με το θρόνο.
Ο Ιώσηπος γράφει ότι δεν σταμάτησε ποτέ να
εκδικείται εκείνους που έκαναν το λάθος να συμμαχούν με τους εχθρούς του. Ας
μην ξεχάσουμε δε ότι η γέννηση του Ιησού έγινε μόλις λίγα χρόνια πριν το τέλος
της βασιλείας του, σε μια περίοδο που μπορεί να περιγραφτεί σαν η πιο παρανοϊκή
και ζηλότυπη της ζωής του.
Οι Ηρώδες ήταν μια Εδωμιτική δυναστεία, που
κάτω από την κυριαρχία της Ρώμης απόκτησε τον έλεγχο της Ιουδαίας, λίγο πριν
από την εμφάνιση του Χριστού. Ο Ηρώδης ο Μέγας κατέλαβε και διατήρησε το θρόνο
με σειρά εγκλημάτων ανέκφραστης σκληρότητας, ανάμεσα στα οποία η δολοφονία της
συζύγου του και των δύο γιων του. Ήταν σκληρός, πανούργος και ψύχραιμος. Ο γιος
του, Ηρώδης Αντίπας, κάπου 33 χρόνια αργότερα, σκότωσε τον Ιωάννη το Βαπτιστή
(Μαρκ.ς:14-29), και «εξουθένησεν και ενέπαιξεν» το Χριστό
(Λουκ.κγ:7-12).
Ο εγγονός του, Ηρώδης Αγρίπας ο Α’, μετά από
14 χρόνια, σκότωσε τον απόστολο Ιάκωβο (Πραξ.ιβ:1-2).
Η Μαρία
Μετά την εξιστόρηση της γέννησης του Ιησού και της επίσκεψής
Του στο Ναό σε ηλικία 12 χρόνων, πολύ λίγα πράγματα αναφέρονται για τη Μαρία.
Σύμφωνα με την επικρατούσα ερμηνεία του εδαφίου Ματθ.ιγ:55-56, ήταν μητέρα και έξι
ακόμη τουλάχιστον παιδιών, εκτός από τον Ιησού.
Με την αίτηση της, έκανε ο Ιησούς το νερό κρασί
στην Κανά, το πρώτο Του θαύμα (Ιωάν.β:1-11). Αργότερα, αναφέρεται ότι
προσπάθησε να Τον πλησιάσει μέσα στο πλήθος (Ματθ.ιβ:46, Μάρκ.γ:31, Λουκ.η:19),
και από τα λόγια που είπε τότε ο Ιησούς βγαίνει το συμπέρασμα ότι η ιδιότητά
της σαν μητέρα Του, δεν της έδινε ειδικά πνευματικά πλεονεκτήματα. Ήταν παρούσα
κατά τη σταύρωση και την εμπιστεύθηκε ο Ιησούς στη φροντίδα του Ιωάννη (Ιωάν.ιθ:25-27).
Δεν αναφέρεται εμφάνιση του Ιησού μετά την ανάστασή
Του σ’ αυτήν, αν και εμφανίσθηκε στη Μαρία τη Μαγδαληνή. Για τελευταία φορά
μνημονεύεται στις Πράξ.α:14, όπου τη βρίσκουμε να προσεύχεται μαζί με τους μαθητές.
Αυτά είναι όσα μάς λέγει ή Γραφή για τη Μαρία. Από
τις γυναίκες που κάνουν την εμφάνισή τους στη δημοσία ζωή του Ιησού, η Μαρία ή
Μαγδαληνή φαίνεται να έπαιξε πολύ πιο σημαντικό ρόλο από τη μητέρα του Ιησού (Ματθ.κζ:56,61,
κη:1, Μάρκ.ιε:40, 47, ις:9, Λουκ.η:2, κδ:10,
Ιωάν.ιθ:25, κ:1-18. Βλ. και Λουκ.η:1-3).
Η Μαρία ήταν μια ήσυχη, στοχαστική, αφιερωμένη,
σοφή γυναίκα, η πιο τιμημένη από όλες τις γυναίκες, που συμμερίσθηκε τις
φροντίδες που ταιριάζουν στη μητρότητα. Την θαυμάζουμε, την τιμούμε και την αγαπούμε,
γιατί ήταν η μητέρα του Σωτήρα μας.
Ποιοι ήταν «οι αδελφοί» και ποιες «οι αδελφές» του Ιησού, που αναφέρονται στα Ματθ.ιγ:55,56 και
Μάρκ.ς:3; Παιδιά της Μαρίας; Ή παιδιά του Ιωσήφ από προηγούμενο γάμο; Ή
ξαδέλφια του Ιησού;
Η απλή, καθαρή, αβίαστη και φυσική έννοια των εδαφίων
αυτών είναι ότι ήταν παιδιά της Μαρίας. Αυτή είναι ή κρατούσα γνώμη ανάμεσα στους
Διαμαρτυρόμενους σχολιαστές. Και βρίσκει Γραφικό έρεισμα στη δήλωση του Λουκά β:7,
ότι ή Μαρία «έτεκε τον υιόν αυτής τον
ΠΡΩΤΟΤΟΚΟΝ». Γιατί «πρωτότοκος», αν δεν υπήρχαν κι άλλοι.
Υποπτευόμαστε ότι δεν θα είχε ποτέ δοθεί καμμιά απολύτως
άλλη ερμηνεία στα εδάφια αυτά, αν δεν την επέβαλλε η επιθυμία της εξύψωσης της αγαμίας,
σαν αγιότερου τρόπου ζωής.
Το δόγμα της «αειπαρθενίας» της Μαρίας (ότι δηλαδή
παρέμεινε παρθένος και δεν έκανε άλλα παιδιά) εμφανίσθηκε για πρώτη φορά τον 2ο
αιώνα, ανάμεσα στους φανταστικούς μύθους των απόκρυφων βιβλίων και σε συνδυασμό
με τη δογματική διδασκαλία περί της ανώτερης αγιότητας της αγαμίας.
Επακολούθησε το δόγμα της μετάστασης του «άσπιλου
και άμωμου σώματος της» στον ουρανό και το 1854, ο Πάπας Πίος ανακήρυξε σε
δόγμα «την αμόλυντό σύλληψη» της Μαρίας (ότι δηλαδή ήταν αναμάρτητη, γεννήθηκε
και διατηρήθηκε «ελευθέρα από του προπατορικού αμαρτήματος»).
Ως προς τις διδασκαλίες περί «εξαδέλφων» και «ετεροθαλών
αδελφών» φτάνει να παρατηρήσουμε ότι πρόκειται για απλές υποθέσεις, χωρίς κανένα
Γραφικό έρεισμα.
Το άστρο
Έχει υπολογιστεί ότι το 6 π.Χ. συνέβη μια ένωση του
Δία με τον Κρόνο. Αλλά αυτό δύσκολα μπορεί να εξηγήσει, πώς «ο αστήρ τον οποίον είδον εν τη ανατολή προεπορεύετο
αυτών, εωσού ελθών εστάθη επάνω όπου ήτο το παιδίον».
Μερικοί έχουν τη γνώμη ότι μπορεί να ήταν ένας
«νεολαμπής», δηλαδή ένα άστρο που εκρήγνυται και λάμπει για ένα διάστημα. Οι αστρονόμοι
λένε ότι 30 περίπου άστρα του Γαλαξία κάθε χρόνο εκρήγνυνται ξαφνικά, γίνονται
περισσότερες από 10.000 φορές λαμπρότερα και ύστερα επανέρχονται στην κανονική
τους λαμπρότητα. Αλλά πώς μπορούν όλα αυτά να εξηγήσουν το φαινόμενο μας;
Το άστρο που είδαν τότε οι μάγοι, αποτελούσε, χωρίς
αμφιβολία, ένα εξαιρετικό φαινόμενο. Επρόκειτο για ένα υπερφυσικό φως, που με
την άμεση επέμβαση του Θεού, προχωρούσε πριν από αυτούς και τους έδειξε το ακριβές
σημείο, όπου έπρεπε να αναζητήσουν το θείο βρέφος. Μια υπερφυσική αναγγελία, μιας
υπερφυσικής γέννησης. Οι μάγοι ήταν αστρονόμοι, αστεροσκόποι. Ο Θεός χρησιμοποίησε
ένα μέσο που τους ήταν οικείο, για να τους οδηγήσει προς Εκείνον, τον οποίον αναζητούσαν.
Ίσως η επιστροφή στη χώρα τους με την εξιστόρηση των όσων είχαν δει, να ετοίμασε
το έδαφος στο ύστερα από μερικά χρόνια κήρυγμα των αποστόλων, μερικοί από τους
όποιους πήγαν στη Βαβυλώνα.
Η φυγή στην
Αίγυπτο
Ακόμη και αυτό το περιστατικό δεν ξέφυγε το βλέμμα
του Παντεπόπτου Θεού και έχει τη θέση του μέσα στη μακριά γραμμή των
προφητειών, που προλέγουν τον ερχομό του Μεσσία (Ωσηέ ια:1).
Ο άγγελος (13), που οδήγησε τον Ιωσήφ να πάρει το
βρέφος και τη Μαρία και να φύγει στην Αίγυπτο, ήταν προφανώς ο Γαβριήλ, στον οποίο
ο Θεός είχε εμπιστευθεί τη φροντίδα του παιδιού (Λουκ.β:8-20).
Η παραμονή τους στην Αίγυπτο δεν κράτησε πολύ, κατά
πάσα πιθανότητα ένα ή δυο χρόνια, γιατί ο Ηρώδης πέθανε γρήγορα, και η επιστροφή
τους στην Παλαιστίνη ήταν ακίνδυνη. Βλ. χρονολογικό πίνακα της παιδικής ηλικίας
του Ιησού στο Λουκ.β:39.
Το μέρος της Αιγύπτου, όπου κατέφυγαν η Μαρία, ο
Ιωσήφ και το παιδί δεν κατονομάζεται στα Ευαγγέλια. Η παράδοση λέει ότι έμειναν
στην Ων, την Ηλιούπολη. Αυτός ήταν ο τόπος από τον όποιο πριν από πολλούς
αιώνες ένας άλλος Ιωσήφ είχε κυβερνήσει την Αίγυπτο (Γεν.μα:45). Ένας οβελίσκος,
που στήθηκε τις μέρες του Αβραάμ και που στέκεται ακόμα εκεί, μας δείχνει τη θέση
των ερειπίων της.