Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2021

Προς Φιλιππησίους (α)

Η εκκλησία στους Φιλίππους ιδρύθηκε απ’ τον Παύλο μετά που έλαβε την κλήση για την Μακεδονία όταν βρισκόταν στην Τρωάδα.

Ήταν η πρώτη χριστιανική εκκλησία στην Ευρώπη. Δύο εξέχοντα πρόσωπα ήταν ανάμεσα στους πρώτους πιστούς, η Λυδία και ο δεσμοφύλακας.

Ο Λουκάς είχε ενωθεί με την ομάδα του Παύλου στην Τρωάδα και μερικοί μελετητές πιστεύουν ότι οι Φίλιπποι ήταν η ιδιαίτερη πατρίδα του Λουκά. Εργάστηκε για την αύξηση της τοπικής εκκλησίας, μιας απ’ τις πιο σημαντικές που ο Παύλος ίδρυσε.

Αυτή η επιστολή γράφτηκε περίπου το 64 μ.Χ. κατά την διάρκεια της πρώτης φυλάκισης του Παύλου στην Ρώμη.

Ο Επαφρόδιτος είχε έρθει απ’ τους Φιλίππους στην Ρώμη φέρνοντας ένα δώρο για τον Παύλο, αλλά με την άφιξή του αρρώστησε. Όταν ανέλαβε απ’ την αρρώστια του επέστρεψε στους Φιλίππους και με την ευκαιρία ο Παύλος του έδωσε αυτή την επιστολή με ευχαριστίες και προτροπές.

Η λέξη “χαίρω” και τα συνώνυμά της επαναλαμβάνεται 16 φορές σ’ αυτή την επιστολή.

Η λέξη “χαίρω” απλά σημαίνει, αφήνω την χαρά του Κυρίου να πλημμυρίζει την ψυχή μου ξανά και ξανά.

Αυτή η χαρά δεν εξαρτάται από εξωτερικές περιστάσεις όπως μπορούμε να διακρίνουμε στην πείρα του απόστολου Παύλου. Είναι ένα βαθύ συναίσθημα, που πηγάζει από μέσα κι έρχεται με την παρουσία του Κυρίου.

Υπήρχε ένα άτομο στους Φιλίππους, που μπορούσε να καταλάβει αυτή την επιστολή πολύ καλά, γιατί ήταν προσωπικός μάρτυρας αυτής της χαράς του αποστόλου Παύλου.

Αφού έδειραν, έδεσαν με αλυσίδες κι έριξαν στη σκοτεινή φυλακή τον Παύλο, αυτός ακόμα έψαλε τους ύμνους της Σιών και χαιρόταν στην παρουσία του Κυρίου. Αυτή η χαρά κάτω από την δυστυχία και τον διωγμό έκανε το θαύμα της μεταστροφής του δεσμοφύλακα.

Στην αρχή αυτής της επιστολής, ο Παύλος εκφράζει ευχαριστίες  για:

 

1. Τους Φιλιππησίους

Προφανώς η εκκλησία των Φιλίππων έδινε μεγάλη χαρά στον Παύλο. Τον είχε υπηρετήσει αρκετές φορές προσφέροντάς του οικονομική βοήθεια, εκφράζοντας έτσι την αγάπη τους προς αυτόν. Μάλλον δεν είχαν δώσει πολλές ευκαιρίες για στεναχώριες εξαιτίας εκκλησιαστικών προβλημάτων.

 

2. Την σιγουριά (εμπιστοσύνη) στο Χριστό.

Στο εδ.α:6 λέει: «βέβαιος ων εις τούτο, ότι εκείνος όστις ήρχισεν εις εσάς καλόν έργον, θέλει επιτελέσει αυτό μέχρι της ημέρας του Ιησού Χριστού»

Αυτό το εδάφιο φανερώνει την βεβαιότητα του Παύλου στο γεγονός ότι ο Ιησούς μπορεί να τελειώσει αυτό που άρχισε στην ζωή μας. Καθώς μελετάμε αυτό το εδάφιο, μπορούμε να χαρούμε και να ευχαριστήσουμε γι’ αυτή την βεβαιότητα που κι εμείς μπορούμε να έχουμε, ότι ο Θεός θα τελειώσει αυτό που άρχισε στην προσωπική ζωή του καθένα μας.

Αυτό δεν σημαίνει άνευ όρων αιώνια ασφάλεια, αλλά μας δίνει την ασφάλεια που προέρχεται απ’ την εμπιστοσύνη μας στον Χριστό. Και βέβαια, Αυτός είναι που μας κρατάει!

 

3. Το κήρυγμα του ευαγγελίου.

Ο Παύλος ευχαριστεί που ο διωγμός του στην Ρώμη βοήθησε στην πρόοδο του ευαγγελίου. Αν και αλυσοδεμένος, δεν σταμάτησε να διακηρύττει το ευαγγέλιο μέχρι που έγινε γνωστό σ’ όλο το παλάτι.

Ακόμα ευχαριστεί τον Θεό που το ευαγγέλιο κηρύττεται κι από άλλους. Βέβαια παραδέχεται ότι κάποιοι απ’ αυτούς το έκαναν με λάθος κίνητρα, ίσως για να δημιουργήσουν αντιζηλίες απ’ την πλευρά του Παύλου, άσχετα όμως με το αν τα κίνητρα ήταν σωστά ή λάθος, ο Παύλος ευχαριστεί που ο Χριστός κηρύττεται.

 

α:21

Σ’ αυτό το σημείο, ο Παύλος δίνει σαν γνωμικό πώς βλέπει την ζωή του εδώ στην γη. Επιθυμεί να υψώνει τον Χριστό στην ζωή του ακόμα και με τον θάνατό του.

Έκφρασε την επιθυμία του ν’ αφήσει αυτόν τον κόσμο και να ζήσει με τον Χριστό, αλλά πάνω απ’ αυτό, αυτό που ήθελε ήταν να κάνει το θέλημα του Θεού και με οποιοδήποτε τρόπο να δώσει περισσότερη δόξα στον Κύριο. Κατάλαβε ότι είναι μεγαλύτερη ανάγκη να υπηρετήσει και να ευλογήσει τους αδελφούς του όσο έμενε σ’ αυτή την ζωή.

 

Στο δεύτερο κεφάλαιο της επιστολής ο απόστολος Παύλος προτρέπει την εκκλησία σε ταπείνωση αναφέροντας το παράδειγμα του Ιησού Χριστού.

Θα πρέπει να προσέξουμε εδώ την σημασία της φράσης: «σπλάχνα τινά και οικτιρμοί» (εδ.1). Η εκκλησία προτρέπεται ν’ αποκτήσει τον νου του Χριστού, που ήταν και είναι το καλύτερο παράδειγμα ταπείνωσης.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε τα εδάφια 9, 10 & 11, γιατί εδώ φαίνεται η δύναμη που υπάρχει στο όνομα του Ιησού. Το όνομα του Ιησού είναι το υπερπάν όνομα!  Το όνομα του Ιησού είναι πιο ψηλά απ’ το όνομα του μεγαλύτερου βασιλιά της γης ή του πιο ένδοξου κατακτητή αυτού του κόσμου. Σ’ αυτό το όνομα θα γονατίσει κάθε γόνυ και κάθε γλώσσα θα ομολογήσει ότι ο Ιησούς είναι Κύριος.

Αυτή η αλήθεια είναι αποδεικτική της θεότητας του Ιησού. Υπάρχει μόνο ένας Κύριος κι αν ο Ιησούς είναι αυτός ο Κύριος που φέρει την δόξα όχι του “θεού Υιού” αλλά την δόξα του Θεού Πατέρα, τότε ο Ιησούς πρέπει να είναι ένα με τον Θεό Πατέρα.

 

β:12

Ο Θεός είναι Αυτός που δίνει στον Χριστιανό την επιθυμία και την ικανότητα να κάνει το θέλημά Του. Ωστόσο, ο Χριστιανός πρέπει συνεχώς να γυμνάζει τον εαυτό του, να μένει σε προσευχή και λατρεία σε κάθε ευκαιρία, ώστε να γίνει δυνατός και νικηφόρος.

Η σωτηρία δεν είναι με τα έργα, αλλά σίγουρα ο Χριστιανός θα πρέπει να καταβάλει κάθε προσπάθεια για να λάβει όλα όσα ο Κύριος έχει γι’ αυτόν.

Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε εδώ το παράδειγμα κάποιου που κρυώνει και πρέπει να πλησιάσει την φωτιά για να ζεσταθεί. Η φωτιά είναι αυτή που θα τον ζεστάνει, αλλά αυτός πρέπει να πλησιάσει την φωτιά πριν αυτή μπορέσει να κάνει τη δουλειά της.

Επίσης, πρέπει να παραμείνει κοντά στην φωτιά, αν θέλει να συνεχίσει να ζεσταίνεται. Το ίδιο κι εμείς προτρεπόμαστε να εργαζόμαστε την σωτηρία μας, αυτό που σήμερα έχουμε πρέπει να το εργαζόμαστε κάθε μέρα για να το διατηρούμε.

 

Στο τελευταίο μέρος του δεύτερου κεφαλαίου, ο Παύλος συστήνει δύο απ’ τους συνεργάτες του. Είπε ότι ο Τιμόθεος είναι παιδί του ως προς το ευαγγέλιο κι ότι δεν είναι κάποιος που θα ζητήσει τα εαυτού αλλά θα φροντίσει για τη δική τους ευτυχία.

Στον χαιρετισμό αυτής της επιστολής ο Παύλος ενώνει τ’ όνομά του με του Τιμόθεου, που σημαίνει χωρίς αμφιβολία, ότι ο Τιμόθεος έγραψε την επιστολή καθώς του υπαγόρευε ο Παύλος.

Ο άλλος συνεργάτης του είναι ο Επαφρόδιτος. Ο Παύλος μίλησε γι’ αυτόν σαν συνεργάτη και συστρατιώτη του. Ο Επαφρόδιτος ήταν αυτός που έφερε την προσφορά των Φιλιππησίων στον Παύλο. Μόλις έφτασε στην Ρώμη αρρώστησε βαριά κι ο Παύλος ευχαριστεί τον Θεό για το έλεός του που τον θεράπευσε. Ακόμα εκφράζει την λύπη του που θα τον χάσει επειδή θα επιστρέψει στους Φιλίππους. Ο Επαφρόδιτος είναι αυτός που έφερε πίσω αυτή την επιστολή.

 

γ:1,2

Προφανώς μερικοί Ιουδαΐζοντες είχαν έρθει στους Φιλίππους και δίδασκαν τους πιστούς ότι πρέπει να κρατάνε τις Ιουδαϊκές παραδόσεις.

Σ’ αυτά τα εδάφια, ο Παύλος δεν γράφει στους Φιλιππησίους εναντίον τριών κατηγοριών ανθρώπων, αλλά για μια κατηγορία με τρία χαρακτηριστικά: κύνες, κακοί εργάτες, κατατομή.

Στις μέρες του Παύλου, ήταν σπάνιο φαινόμενο να έχει κάποιος σκύλο στο σπίτι του. Τα σκυλιά περιπλανιόταν σε αγέλες  σαν ακάθαρτα ζώα που έτρωγαν οτιδήποτε. Πριν απ’ αυτό, οι εθνικοί ονομαζόταν σκυλιά, αλλά τώρα ο απόστολος Παύλος το αντιστρέφει και ονομάζει έτσι τους Ιουδαίους που ήθελαν να γυρίσουν τους χριστιανούς πίσω στις Ιουδαϊκές παραδόσεις. Ήταν μια έκφραση περιφρόνησης.

Αντί να χρησιμοποιήσει την λέξη «περιτομή», ο Παύλος χρησιμοποιεί τον όρο «κατατομή» που σημαίνει «αυτούς που ακρωτηριάζουν την σάρκα». Χρησιμοποιώντας αυτή την λέξη, ο Παύλος φανερώνει κάποια ειρωνεία σχετικά με τον θεσμό της περιτομής.

 

γ:3-9

Εδώ ο Παύλος περιγράφει πλήρως την καταγωγή του που τον δικαίωνε και που αν ήθελε μπορούσε να καυχηθεί.

Όταν το έθνος του Ισραήλ χωρίστηκε σε δύο βασίλεια, το βόρειο βασίλειο το απετέλεσαν 10 φυλές. Το νότιο, συστήθηκε από δύο φυλές που θεωρούντο ορθόδοξες επειδή είχαν τον ναό. Αυτές ήταν οι φυλές του Ιούδα και του Βενιαμίν.

Όταν λοιπόν ο Παύλος δηλώνει ότι είναι από την φυλή Βενιαμίν, θέλει να πει ότι είναι άντρας με την ορθόδοξη κληρονομιά. Ο όρος «Εβραίος εξ Εβραίων» σημαίνει ότι κι αυτός ήταν μέτοχος της διαθήκης του Αβραάμ και σαν Φαρισαίος κρατούσε τον νόμο με κάθε λεπτομέρεια.

Βεβαίως είχε πολλά φυσικά προσόντα στα οποία μπορούσε να καυχηθεί, αλλά τα θεώρησε όλα αυτά σαν σκύβαλα για να κερδίσει τον Χριστό και να έχει την δικαιοσύνη του Θεού δια της πίστεως.

Στο εδ.3 γράφει ότι αυτοί που λατρεύουν τον Θεό εν πνεύματι και καυχώνται στον Χριστό είναι οι αληθινά περιτετμημένοι κι όχι αυτοί που ακρωτηριάζουν την σάρκα αλλά αυτοί που έχουν την δικαιοσύνη του Χριστού δια της πίστεως.

 

γ:10-16

Ο Παύλος μας παρουσιάζεται σαν ένας δρομέας που καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να πετύχει τον στόχο του, που δεν είναι τίποτε άλλο από το να καταντήσει στην εξανάσταση των νεκρών.

Ο Παύλος είχε πάρει μια γεύση του ουρανού (Β’ Κορ.ιβ:4) κι αυτό τον έκανε να είναι αποφασισμένος να φτάσει εκεί άσχετα με το κόστος. Όπως γράφει, έπρεπε ν’ αφήνει το παρελθόν πίσω του και να στερεώνει τα μάτια του στο μέλλον, στο βραβείο της άνω κλήσης του Θεού δια Ιησού Χριστού.