ΕΒΡΑΪΚΟΙ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΞΗ «ΘΕΟΣ».
1. ΗΛ η ΕΛ (Εβραϊκό)
α. Σημαίνει «Θεός» και έχει την έννοια του «δυνατός, ισχυρός»
β. Χρησιμοποιείται 248 φορές στην Εβραϊκή Παλαιά Διαθήκη
γ. ΗΛ είναι ο γενικός όρος για τη θεότητα και η πλειοψηφία των
χρήσεων αναφέρονται στο ΓΙΑΧΒΕ, τον αληθινό Θεό, όπως Γέν.ιζ:1 (ΕΛ Σαντάϊ, ο
Θεός Παντοκράτωρ), Ψαλμ. 90:2 (ΕΛ Ο Θεός), Ησ.μγ:12 (ΕΛ, και εγώ ο Θεός).