Πράξ.ς:1-6 Εν δε ταις ημέραις ταύταις, ότε επληθύνοντο οι μαθηταί, έγεινε γογγυσμός των Ελληνιστών κατά των Εβραίων, ότι αι χήραι αυτών παρεβλέποντο εν τη καθημερινή διακονία. Τότε οι δώδεκα, προσκαλέσαντες το πλήθος των μαθητών, είπον· Δεν είναι πρέπον να αφήσωμεν ημείς τον λόγον του Θεού και να διακονώμεν εις τραπέζας. Σκέφθητε λοιπόν, αδελφοί, να εκλέξητε εξ υμών επτά άνδρας μαρτυρουμένους, πλήρεις Πνεύματος Αγίου και σοφίας, τους οποίους ας καταστήσωμεν επί της χρείας ταύτης· ημείς δε θέλομεν εμμένει εν τη προσευχή και τη διακονία του λόγου. Και ήρεσεν ο λόγος ενώπιον παντός του πλήθους· και εξέλεξαν τον Στέφανον, άνδρα πλήρη πίστεως και Πνεύματος Αγίου, και Φίλιππον και Πρόχορον και Νικάνορα και Τίμωνα και Παρμενάν και Νικόλαον, προσήλυτον Αντιοχέα, τους οποίους έστησαν ενώπιον των αποστόλων και προσευχηθέντες επέθεσαν επ' αυτούς τας χείρας.
Υπάρχουν μερικά σημαντικά γεγονότα που πρέπει να δούμε στον διορισμό των
πρώτων διακόνων:
Πρώτο, βλέπουμε
ότι η εκκλησία ήταν σε καλή κατάσταση, προχωρούσε κανονικά πριν διορίσουν τους
διακόνους. Δεν επιλέχθηκαν μέχρι να χρειαστούν.
Δεύτερο, δεν
όρισαν περισσότερους διακόνους από αυτούς που ήταν απαραίτητοι για την εκτέλεση
των καθηκόντων που τους ανατέθηκαν.
Την εποχή που διορίστηκαν υπήρχαν χιλιάδες μαθητές στην εκκλησία της
Ιερουσαλήμ και θεωρούσαν ότι επτά θα ήταν επαρκείς γι’ αυτό το μεγάλο σώμα.
Τρίτο, οι
διάκονοι διορίστηκαν για να φροντίζουν τα υλικά πράγματα έτσι ώστε οι απόστολοι
να μπορούν να ασχοληθούν με το λόγο του Θεού.
Μερικοί έχουν την λανθασμένη εντύπωση ότι οι διάκονοι έχουν το έργο της
πρόσληψης και της απόλυσης των ποιμένων και της έκδοσης οδηγιών για το πώς να
συνεχίσουν το έργο, αλλά η θέση του διακόνου δεν είναι αξίωμα εξουσίας, αλλά
μάλλον υπηρεσίας.
Αυτοί οι διάκονοι έπρεπε να είναι κάτω από εκείνους που διακονούσαν στο λόγο
του Θεού και έπρεπε να νοιάζονται μόνο για τις φυσικές υποθέσεις της εκκλησίας.
Τέταρτο, ενώ
ήταν η εκκλησία που ανέλαβε το έργο της εκλογής των επτά ανδρών, όμως αυτοί που
ήταν υπεύθυνοι για τις πνευματικές υποθέσεις τους διόρισαν και τους χειροτόνησαν.
Κάνει εντύπωση που για κάτι τόσο απλό έπρεπε οι άνθρωποι αυτοί να είναι
πλήρεις Αγίου Πνεύματος και σοφίας.
Η διακονία τους, όμως, δεν ήταν τόσο απλή. Ήταν πολύ μεγαλύτερη.
Διαβάσαμε από το κεφάλαιο 4 πως όσοι ήσαν κτήτορες αγρών ή οικιών, πωλούντες
έφερον τας τιμάς των πωλουμένων και έθετον εις τους πόδας των αποστόλων· και
διεμοιράζετο εις έκαστον κατά την χρείαν την οποίαν είχε.
Υπήρχαν άνθρωποι που πουλούσαν και έφερναν χρήματα. Και τα χρήματα αυτά
μοιράζονταν ανάλογα με την ανάγκη.
Διαβάζουμε επίσης πως οι χήρες των Ελληνιστών παρεβλέποντο εν τη
καθημερινή διακονία. Αυτή η εικόνα είναι
πολύ μεγαλύτερη από το σερβίρισμα του φαγητού.
Αυτή η διακονία πρέπει να γίνεται σωστά. Πρέπει να γίνεται από ανθρώπους
για τους οποίους υπάρχει καλή μαρτυρία για το χαρακτήρα τους, για την
αξιοπιστία τους σαν χριστιανοί.
Άνθρωποι των οποίων η παρουσία θα εγγυάται πως δεν θα υπάρχει
προσωποληψία, που θα έχουν τη σοφία να διακρίνουν και να αποφασίσουν αν υπάρχει
εκμετάλλευση της κατάστασης από κάποιον που λέει πως έχει ανάγκη.
Α’
Τιμ.γ:8-13 Οι διάκονοι ωσαύτως πρέπει
να ήναι σεμνοί, ουχί δίγλωσσοι, ουχί δεδομένοι εις οίνον πολύν, ουχί
αισχροκερδείς, έχοντες το μυστήριον της πίστεως μετά καθαράς συνειδήσεως. Και
ούτοι δε ας δοκιμάζωνται πρώτον, έπειτα ας γίνωνται διάκονοι, εάν ήναι
άμεμπτοι. Αι γυναίκες ωσαύτως σεμναί, ουχί κατάλαλοι, εγκρατείς, πισταί κατά
πάντα. Οι διάκονοι ας ήναι μιας γυναικός άνδρες, κυβερνώντες καλώς τα τέκνα
αυτών και τους οίκους αυτών. Διότι οι καλώς διακονήσαντες αποκτώσιν εις εαυτούς
βαθμόν καλόν και πολλήν παρρησίαν εις την πίστιν την εις τον Ιησούν Χριστόν.
Υπάρχουν προϋποθέσεις και αυτές οι
προϋποθέσεις δεν αφορούν τις ικανότητες, αλλά τον χαρακτήρα τους.
Γιατί ο χαρακτήρας, η πνευματικότητα,
προηγούνται της ικανότητας.
Την ψευδοδιδασκαλία την πολεμάς με δύο
τρόπους: με σωστή διδασκαλία και με άγιο παράδειγμα.
Α’ Τιμ.ς:3-5, Εάν τις
ετεροδιδασκαλή και δεν ακολουθή τους υγιαίνοντας λόγους του Κυρίου ημών Ιησού
Χριστού και την διδασκαλίαν την κατ' ευσέβειαν, είναι τετυφωμένος και δεν
εξεύρει ουδέν, αλλά νοσεί περί συζητήσεις και λογομαχίας, εκ των οποίων
προέρχεται φθόνος, έρις, βλασφημίαι, υπόνοιαι πονηραί, μάταιαι συνδιαλέξεις
ανθρώπων διεφθαρμένων τον νούν και απεστερημένων της αληθείας, νομιζόντων την
ευσέβειαν ότι είναι πλουτισμός. Απομακρύνου από των τοιούτων.
Ήταν άνθρωποι που ήταν άρρωστοι στο να
συζητούν και να λογομαχούν. Και από τις συζητήσεις τους δεν έβγαινε τίποτα
καλό.
Το ίδιο του γράφει και στο ς:20, Ω
Τιμόθεε, την παρακαταθήκην φύλαξον, αποστρεφόμενος τας βεβήλους ματαιολογίας
και τας αντιλογίας της ψευδωνύμου γνώσεως.
Του γράφει, λοιπόν, την επιστολή για τον
εξής λόγο: γ:14-15 Ταύτα σοι
γράφω, ελπίζων να έλθω προς σε ταχύτερον· αλλ' εάν βραδύνω, δια να εξεύρης πως
πρέπει να πολιτεύησαι εν τω οίκω του Θεού, όστις είναι η εκκλησία του Θεού του
ζώντος, ο στύλος και το εδραίωμα της αληθείας.
Ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα που
χρειαζόταν η Εκκλησία στην Έφεσο τότε για τις ανάγκες της, και που η Εκκλησία
συνεχίζει να χρειάζεται σήμερα, είναι ηγεσία που να πληροί τα προσόντα του
χαρακτήρα και της πνευματικότητας, ώστε να μπορούν να λύνονται τα προβλήματά
τους.
Εδώ βρίσκουμε σε απλή γλώσσα τα προσόντα ενός διακόνου. Παρατηρούμε ότι
οι διάκονοι όπως οι πρεσβύτεροι πρέπει πρώτα να δοκιμαστούν, ή με άλλα λόγια να
αποδειχτούν, πριν χειροτονηθούν.
Όταν ένας διάκονος χειροτονείται γραφικά, έχει μια δουλειά εφ’ όρου ζωής,
με μόνο δύο τρόπους μπορεί να ξεφύγει από αυτό. Ο ένας είναι να αποστατήσει,
και ο άλλος είναι με προαγωγή, όπως στην περίπτωση του Στέφανου και του
Φίλιππου (Πράξ.ζ, Πράξ.η:5-13 και Πράξ.κα:8).
Η Α’ Κορ.ιβ:28 μας λέει ότι ο Θεός έθεσε στην εκκλησία χαρίσματα βοήθειας
και κυβέρνησης.
Πιστεύουμε ότι η θέση του διακόνου έχει να κάνει με τη βοήθεια. Υπάρχουν
και άλλα πολύ χρήσιμα είδη βοήθειας στην εκκλησία, αν ο Κύριος μπορεί να
εργαστεί το θέλημά Του στις ζωές εκείνων που έχει καλέσει.
Διαβάζουμε ότι πολλοί είναι οι κεκλημένοι, ολίγοι δε οι εκλεκτοί. Ο
λόγος γι’ αυτό είναι ότι όλοι όσοι καλούνται δεν θα πληρούν τις απαιτήσεις του
Θεού και ναυαγούν στην κλήση τους, έτσι ώστε να μην μπορούν να αριθμηθούν με
τους εκλεκτούς Του.
Γαλ.ς:3,4 Διότι
εάν τις νομίζη ότι είναι τι ενώ είναι μηδέν, εαυτόν εξαπατά. Αλλ' έκαστος ας
εξετάζη το εαυτού έργον, και τότε εις εαυτόν μόνον θέλει έχει το καύχημα και
ουχί εις τον άλλον·
Κάποιοι αυτού του πνεύματος, έχουν γίνει πολύ δυσαρεστημένοι και
επικριτικοί και μιλάνε άσχημα σχεδόν για κάθε ποιμένα ή εκκλησία.
Κάποιοι πάνε σε μια εκκλησία με «πραότητα», σαν πρόβατα, σαν να είναι
ευλογία, αλλά το κίνητρό τους είναι να κλέψουν τις καρδιές των πιστών ώστε να μπορέσουν
να ελέγχουν την συνάθροιση, ή τουλάχιστον διά να αποσπώσι τους μαθητάς οπίσω
αυτών.
Τέτοιοι άνθρωποι θα πρέπει να κρατούνται μακριά, γιατί ο Παύλος λέει, «Σας παρακαλώ δε, αδελφοί, να προσέχητε τους
ποιούντας τας διχοστασίας και τα σκάνδαλα εναντίον της διδαχής, την οποίαν σεις
εμάθετε, και απομακρύνεσθε απ' αυτών. Διότι οι τοιούτοι δεν δουλεύουσι τον
Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, αλλά την εαυτών κοιλίαν, και διά λόγων καλών και
κολακευτικών εξαπατώσι τας καρδίας των ακάκων» (Ρωμ.ις:17,18).
Ας προχωρήσουμε λοιπόν να δούμε τα προσόντα
ένα-ένα.
Σεμνοί
Α΄ Τιμ.γ:8 Οι διάκονοι ωσαύτως
πρέπει να ήναι σεμνοί, ουχί δίγλωσσοι, ουχί δεδομένοι εις οίνον πολύν, ουχί
αισχροκερδείς.
Το πρώτο που αναφέρεται ως προϋπόθεση είναι η
«σεμνότητα». Είναι ένα γενικό χαρακτηριστικό στο οποίο εμπεριέχονται διάφορα πράγματα.
Σεμνός είναι ο άνθρωπος που δεν σε αναγκάζει να τον προσέξεις. Που δεν
επιδεικνύεται, ούτε υπερβάλλει. Μπορεί κάποιος να είναι ικανότατος, εξωστρεφής,
να είναι αυτό που λέμε ηγέτης, και παράλληλα να είναι απλός, να μην
αυτοπροβάλλεται, να μην μεγαλοπιάνεται, να είναι μετριόφρων. Σεμνός δεν είναι ο
ντροπαλός, με την έννοια αυτός που δεν μιλάει, αλλά ο κόσμιος, ο ευπρεπής,
αυτός που σέβεται και που προκαλεί τον σεβασμό. Το αντίθετο του σεμνού είναι ο
περήφανος, ο αλαζόνας και αυτός που δεν ντρέπεται για τίποτα.
Ουχί
δίγλωσσοι
Στη συνέχεια έρχονται τρία «ουχί», τα οποία
μας βοηθούν να καταλάβουμε ακόμη περισσότερο την έννοια της σεμνότητας.
Το πρώτο είναι «ουχί δίγλωσσοι». Να μην είναι
κάποιος δίγλωσσος σημαίνει αυτά που λέει, αυτά να εννοεί. Να μην λέει άλλα σε
μένα και άλλα σε σένα. Όταν μιλάς με αυτόν τον άνδρα, να καταλαβαίνεις τι λέει,
να μη σε μπερδεύει, να μη έχει άλλη εντύπωση ο ένας, άλλη ο άλλος.
Κυρίως να μην προσπαθεί να χειραγωγήσει
καταστάσεις, μιλώντας διαφορετικά ανάλογα με το πρόσωπο στο οποίο μιλάει.
Χρειάζεται ευθύτητα στο χαρακτήρα, γιατί το στόμα, μιλάει από το περίσσευμα της
καρδιας. Το «ναι» πρέπει να είναι «ναι» και το «όχι», «όχι». Ο διάκονος πρέπει
να είναι «ευθύς».
Ουχί δεδομένοι εις
οίνον πολύν
Η Βίβλος περιέχει πολλές προειδοποιήσεις για
τους κινδύνους του αλκοόλ.
Παρ.κ:1, Ο οίνος είναι χλευαστής, και τα
σίκερα στασιαστικά· και όστις δελεάζεται υπό τούτων, δεν είναι φρόνιμος.
Ο άνθρωπος που είναι δεδομένος είς οίνον
πολύν, δεν μπορεί να έχει τον σεβασμό των άλλων, δεν μπορεί να είναι
αξιόπιστος, και δεν μπορεί να είναι τελικά και σεμνός. Και ας θυμόμαστε πως δεν
απαγορεύεται να πίνει κάποιος κρασί. Αυτό που δεν επιτρέπεται είναι να έχουν το
νου τους στο πολύ κρασί.
Ο εθισμός στο αλκοόλ αλλά και σε οποιαδήποτε
ουσία δεσμεύει τον άνθρωπο. Δεν είναι μόνο το κρασί. Μπορεί να είναι το
κάπνισμα, μπορεί να είναι το φαγητό. Και αν ο υπηρέτης του Θεού δεν είναι
ελεύθερος από αυτά τα πράγματα, δεν μπορεί να σταθεί να βοηθήσει ανθρώπους που
πιθανώς να έχουν τέτοια προβλήματα, ιδιαίτερα με το αλκοόλ.
Ουχί αισχροκερδείς
Το επόμενο χαρακτηριστικό που δεν πρέπει να
υπάρχει, είναι η αισχροκέρδεια. Όπως διαβάσαμε πιο πριν, ο Παύλος σαφώς είχε
στο νου του, τους ψευδοδιδασκάλους.
Η ψευδοδιδασκαλία στην Καινή Διαθήκη δεν
αφορά μόνο τα δογματικά θέματα, αλλά και τα ηθικά, της συμπεριφοράς δηλαδή.
Οι ψευδοδιδάσκαλοι στην Β΄ Πέτρου και στην
επιστολή Ιούδα, είναι οι άνθρωποι που συμβιβάζουν το στάνταρντ της άγιας ζωής
που θέλει ο Θεός.
Εισηγούνται μια ζωή ασέλγειας, ασωτίας,
ασυδοσίας και για αυτό είναι ψευδοδιδάσκαλοι.
Ιούδα 4, Διότι εισεχώρησαν λαθραίως τινές
άνθρωποι, οίτινες ήσαν παλαιόθεν προγεγραμμένοι εις ταύτην την καταδίκην,
ασεβείς, μεταστρέφοντες την χάριν του Θεού ημών εις ασέλγειαν, και αρνούμενοι
τον μόνον δεσπότην Θεόν και Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.
Το πρόβλημα είναι πως ερμηνεύουν την χάρη σε
ευκαιρία για αμαρτία.
Αυτή η ασέλγεια εμφανίζεται και σαν
αισχροκέρδεια.
Β΄ Πέτρ.β:14 πως έχουσιν την
καρδίαν γεγυμνασμένην εις πλεονεξίας.
Μέσα στο λόγο του Θεού υπάρχουν ενοχλητικά
πολλές αναφορές ανθρώπων οι οποίοι χρησιμοποίησαν την ιδιότητά τους για να
πλουτίσουν.
Υπάρχει ο Ιούδας, ο οποίος γκρίνιαζε για την
πράξη λατρείας της Μαρίας να σπάσει το άρωμά της και να το χύσει στα πόδια του
Χριστού, αλλά όπως διαβάζουμε, Είπε δε τούτο ουχί διότι έμελεν αυτόν περί
των πτωχών, αλλά διότι ήτο κλέπτης και είχε το γλωσσόκομον και εβάσταζε τα
βαλλόμενα εις αυτό (Ιωάν.ιβ:6).
Υπήρχαν οι Φαρισαίοι οι οποίοι όπως είπε ο
Χριστός κατατρώγουσι τας οικίας των χηρών, και τούτο επί προφάσει ότι
κάμνουσι μακράς προσευχάς· ούτοι θέλουσι λάβει μεγαλητέραν καταδίκην (Λουκ.κ:47).
Πώς νικάς αυτή την ψευδοδιδασκαλία; Με σωστή διδασκαλία και με σωστά πρότυπα. Με ανθρώπους με ακέραιο χαρακτήρα που δεν θα χρησιμοποιήσουν τα χρήματα της διακονίας για ιδιωτικούς σκοπούς και ανάγκες.
Με ανθρώπους που η προσωπική τους αξιοπιστία
θα αποτελεί εγγύηση και ενθάρρυνση για τους άλλους να προσφέρουν γιατί θα
ξέρουν πως τα χρήματα θα δοθούν για τον σκοπό που προσφέρθηκαν.
Τα λόγια που είπε ο Σαμουήλ στο τέλος της
διακονίας του πρέπει να μπορούν να ειπωθούν από κάθε έναν που έχει υπηρετήσει
στο έργο του Θεού:
Α΄ Σαμ.ιβ:3-4, ιδού, εγώ·
μαρτυρήσατε κατ' εμού ενώπιον του Κυρίου και ενώπιον του κεχρισμένου αυτού·
τίνος τον βουν έλαβον; ή τίνος τον όνον έλαβον; ή τίνα ηδίκησα; τίνα
κατεδυνάστευσα; ή εκ χειρός τίνος έλαβον δώρα, δια να τυφλώσω τους οφθαλμούς
μου δια τούτων; και θέλω αποδώσει εις εσάς. Οι δε είπον, Δεν ηδίκησας ημάς ουδέ
κατεδυνάστευσας ημάς ουδέ έλαβές τι εκ της χειρός τινός.
Έχοντες το μυστήριον
της πίστεως μετά καθαράς συνειδήσεως
Τι σημαίνει αυτό; Ποιο είναι το ‘μυστήριο της πίστης;’
Είναι ένας όμορφος και μεγαλοπρεπής τρόπος να μιλήσει κάποιος για τη
χριστιανική διδασκαλία, για το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία μας που
αποκαλύφθηκε με τον Ιησού Χριστό (Εφες.γ:3, 8-12). Είναι αν θέλετε η
χριστιανική διδασκαλία, το χριστιανικό πιστεύω.
Όταν λοιπόν, κάποιος έχει το μυστήριο της πίστης
με καθαρή συνείδηση, αυτό σημαίνει πως η ζωή του πρέπει να είναι συνεπής με τη
χριστιανική διδασκαλία. Ο λόγος του Θεού ποτέ δεν διαχωρίζει τη ζωή από το
δόγμα, από το «πιστεύω» μας.
Οι ψευδοδιδάσκαλοι, στην Α΄ προς Τιμόθεο,
μεταξύ των οποίων ήταν και ο Υμέναιος και ο Αλέξανδρος, «απέβαλαν την πίστη και
την αγαθή συνείδηση» και ως αποτέλεσμα «ναυάγησαν στην πίστη» (Α΄ Τιμ.α:19-20).
Η αγαθή συνείδηση αναφέρεται 3 φορές στην Α΄ προς Τιμόθεο.
Αυτά που πιστεύουμε, λοιπόν, πρέπει να τα
ζούμε. Η χριστιανική αλήθεια δεν είναι αφηρημένες θεολογικές έννοιες, αλλά
πρακτική χριστιανική ζωή κάθε μέρα.
Ούτοι δε ας
δοκιμάζωνται πρώτον
Έχοντας πει βέβαια όλα αυτά, η ερώτηση που
γεννάται είναι «δεν μπορεί κάποιος να εξαπατηθεί;» Βεβαίως. Όλοι μας, εξαιτίας
της αμαρτίας μας, έχουμε απίθανα πολλές ικανότητες αυταπάτης. Και συνήθως
αυταπατόμαστε προς το καλύτερο για τον εαυτό μας και όχι προς το χειρότερο.
Για αυτό έρχεται το εδ.10 να μας πει: Και
ούτοι δε ας δοκιμάζωνται πρώτον, έπειτα ας γίνωνται διακονοι, εάν ήναι άμεμπτοι.
Η Εκκλησία πρέπει να δοκιμάζει κάποιον, αν θα γίνει διάκονος.
Ο λόγος του Θεού δεν μας λέει το πως ακριβώς
θα γίνει αυτή η δοκιμή. Το γενικό πνεύμα όμως της Αγίας Γραφής μας δίνει τις
εξής κατευθύνσεις.
Υπάρχει πάντα η βιβλική αρχή της παραβολής
των ταλάντων: Και είπε προς αυτόν ο κύριος αυτού· Εύγε, δούλε αγαθέ και
πιστέ· εις τα ολίγα εστάθης πιστός, επί πολλών θέλω σε καταστήσει· είσελθε εις
την χαράν του κυρίου σου (Ματθ.κε:21, 23 & Λουκ.ιθ:17, 19).
Αυτή είναι μια αρχή που πρέπει πάντα να
ακολουθείται. Οποιοσδήποτε πρέπει πρώτα να του δίνονται ευκαιρίες σε απλά
πράγματα, και μετά, αν μπορεί, να αναλαμβάνει μεγαλύτερα.
Ένας άλλος τρόπος είναι η μαρτυρία του Αγίου
Πνεύματος στην συνείδηση της Εκκλησίας καθώς βλέπει την υπηρεσία κάποιου και τη
διαγωγή του.
Β΄ Κορ.ι:18, διότι δεν είναι δόκιμος όστις
συνιστά αυτός εαυτόν, αλλ' εκείνος τον οποίον ο Κύριος συνιστά.
Δεν μπορεί λοιπόν, κανένας να προτείνει τον
εαυτό του. Πρέπει οι αδελφοί να δουν πως κάποιος μπορεί να υπηρετήσει σε
οποιονδήποτε τομέα, και ιδιαίτερα όταν είναι σε θέση ηγετική.
Και ο Θεός μας συνιστά μέσα από τις
μικρότερες υπηρεσίες που έχουμε αναλάβει και μέσα από τη διαγωγή μας.
Όπως και στους πρεσβύτερους, έτσι και για
τους διακόνους, το σπίτι τους είναι ο τομέας που πρέπει να έχουν δοκιμαστεί.
Και η Εκκλησία πρέπει να μπορεί να δει την οικογένεια του υποψήφιου διακόνου: Οι
διάκονοι ας ήναι μιας γυναικός άνδρες, κυβερνώντες καλώς τα τέκνα αυτών και
τους οίκους αυτών.
Πρέπει λοιπόν, οι διάκονοι να δοκιμάζονται.
Και αυτό σημαίνει πως περνάει κάποιος χρόνος, ώστε να ωριμάζουν στην πίστη και
να μπορεί να φανεί ο χριστιανικός τους χαρακτήρας. Το πόσος χρόνος πρέπει να
περνάει είναι και αυτό στην κρίση μας.
Δεν υπάρχει στάνταρτ χρόνος. Κάποιοι άνθρωποι
μεγαλώνουν γρήγορα πνευματικά και υπάρχει μαρτυρία πως είναι πλήρεις Πνεύματος
Αγίου και σοφίας και άλλοι όχι τόσο γρήγορα.
Για αυτό νομίζω πως η υπηρεσία σε μικρότερες
διακονίες (εις τα ολίγα) και η συμπεριφορά μέσα στην οικογένεια είναι οι δύο
τρόποι μέσα από τους οποίους ο Κύριος συστήνει στις καρδιές μας, αδελφούς και
αδελφές μας.
Και ας έχουμε στο νου μας πως «άμεμπτος» δεν
σημαίνει αναμάρτητος.
Άλλα ο άνθρωπος που παρόλο που είναι
αμαρτωλός, παρόλο και αυτός έχει τα προβλήματά του και τις δοκιμασίες του,
εντούτοις εμπνέει εμάς τους υπόλοιπους να ακολουθήσουμε.
Οι διακόνισσες
Για τις γυναίκες τώρα, στο εδ.11,
αναφέρονται 4 χαρακτηριστικά: Αι γυναίκες ωσαύτως σεμναί, ουχί κατάλαλοι,
εγκρατείς, πισταί κατά πάντα. Για την σεμνότητα, ήδη έχουμε μιλήσει δεν θα
επαναλάβουμε κάτι πάλι. Θα περάσουμε στο επόμενο που έχει να κάνει με την
γλώσσα.
Ουχί κατάλαλοι
Δεν πρέπει να είναι κατάλαλοι. Στο αρχαίο
κείμενο λέει το εξής: «ουχί διαβόλους». Και αυτό εξηγεί τι είναι η
καταλαλιά. Καταλαλιά είναι το να βάζει κάποιος διαβολές σε τρίτους. Να
κατηγορεί τον έναν άνθρωπο σε κάποιον άλλον, για το χαρακτήρα του, για κάτι που
είπε, ή έκανε, για οτιδήποτε.
Αποκ.ιβ:10, Και ήκουσα φωνήν μεγάλην λέγουσαν
εν τω ουρανώ· Τώρα έγεινεν η σωτηρία και δύναμις και η βασιλεία του Θεού ημών
και η εξουσία τον Χριστού αυτού, διότι κατερρίφθη ο κατήγορος των αδελφών ημών,
ο κατηγορών αυτούς ενώπιον του Θεού ημών ημέραν και νύκτα. Ο Σατανάς μας
διαβάλει στο Θεό, και διαβάλει το Θεό σε εμάς. Δεν πρέπει να του μοιάζουμε.
Πρέπει οι διακόνισσες να είναι άνθρωποι που
μετρούν τα λόγια τους και προσέχουν τα σχόλια τους, το πως μεταφέρονται
πληροφορίες. Πρέπει να είναι άνθρωποι που θα προστατεύσουν τη φήμη κάποιου και
όχι να την ή να τον εκθέσουν. Η καταλαλιά πληγώνει τους ανθρώπους και
καταστρέφει σχέσεις καλές.
Εγκρατείς
Πρέπει επίσης να είναι «εγκρατείς»,
«νηφάλιοι» όπως λέει στο κείμενο. Νηφάλιος βασικά είναι ο άνθρωπος που δεν
είναι υπό την επήρεια του κρασιού. Και από αυτό σημαίνει τον άνθρωπο που έχει
καθαρό μυαλό και φέρεται με σεμνότητα, εγκράτεια στα λόγια του, στη συμπεριφορά
του, έχει ελευθερία από έξεις ουσιών και μπορεί να διακρίνει και να φερθεί
σωστά. Σημαίνει πως ο άνθρωπος είναι σταθερός, συνεπής.
πισταί κατά πάντα
Το τελευταίο είναι ένα χαρακτηριστικό που
εμπεριέχει όλα τα προσόντα: πισταί κατά πάντα. Η πιστότητα είναι η
αξιοπιστία. Πιστός είναι ο άνθρωπος ο οποίος ότι του αναθέσεις το εκτελεί με
τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Πιστός στον Κύριο είναι ο άνθρωπος που ζει
όπως ο Θεός θέλει, που εκτελεί το λόγο του Θεού. Πιστός υπάλληλος είναι ο
άνθρωπος που με πιστότητα θα εκτελέσει τα καθήκοντά του και δεν θα σε αφήσει
«ξεκρέμαστο» όπως λέμε.
Πρέπει οι διακόνισσες να είναι πιστές σε κάθε
τομέα της ζωής. Όχι μόνο στην Εκκλησία, και στην οικογένεια, αλλά σε κάθε
συναλλαγή με τον κόσμο, με την γειτονιά, με τους συγγενείς.
Πρέπει να είναι άνθρωποι του λόγου τους. Όταν
πουν πως θα κάνουν κάτι, να το κάνουν.
Αυτά είναι τα προσόντα που πρέπει να έχουν οι
διάκονοι και οι διακόνισσες. Γιατί αυτά τα προσόντα; Γιατί είναι οι
διάκονοι του ελέους. Είναι οι άνθρωποι που φροντίζουν τις φυσικές, τις
σωματικές ανάγκες των φτωχών, των πονεμένων ανθρώπων, των ηλικιωμένων, των
άστεγων, άνεργων.
Και πρέπει από τη μία να είναι άνθρωποι με
σπλάχνα ελέους οι ίδιοι τους, και από την άλλη αξιόπιστοι στο πως
διαχειρίζονται τη βοήθεια όλης της Εκκλησίας για την κάλυψη αυτών των αναγκών.
Η Εκκλησία του Θεού δεν μπορεί να παραμελήσει
δύο πράγματα. Το κήρυγμα του λόγου και τη φροντίδα των φτωχών.
Α΄ Τιμ.γ:13, Διότι οι καλώς διακονήσαντες αποκτώσιν
εις εαυτούς βαθμόν καλόν και πολλήν παρρησίαν εις την πίστιν την εις τον Ιησούν
Χριστόν.