«και επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου, και ήρχισαν να λαλώσι ξένας
γλώσσας, καθώς το Πνεύμα έδιδεν εις αυτούς να λαλώσιν» (Πράξ.β:4)
Ορισμός της έννοιας
Η ομιλία σε (ή με) γλώσσες είναι
το υπερφυσικό δώρο να μιλάς άλλες γλώσσες εκτός από τη μητρική σου, χωρίς να
τις έχεις διδαχτεί. Σήμερα, χρησιμοποιείται και ο όρος γλωσσολαλιά, που
σηματοδοτεί ακριβώς αυτό το γεγονός.
Υπάρχουν τέσσερα σημεία στην Καινή
Διαθήκη, που αναμφίβολα περιγράφουν την ομιλία σε γλώσσες: Πράξ.β, Πράξ.ι:44-47,
Πράξ.ιθ:6 και Α΄ Κορ.ιβ:14. Σε κάθε περίπτωση, όσοι μίλησαν με γλώσσες, το
έκαναν με τη δύναμη του Πνεύματος του Θεού, «καθώς το Πνεύμα έδιδεν εις αυτούς να λαλώσιν» (Πράξ.β:4).
Το να μιλάει κάποιος σε γλώσσες
δεν είναι ασυναρτησία ή κατά κάποιο τρόπο μια ακατάληπτη, εκστατική ομιλία
χωρίς αντικειμενική έννοια. Αυτοί που μιλάνε σε γλώσσες, μιλάνε γνήσιες
γλώσσες, έστω κι αν οι ίδιοι δεν καταλαβαίνουν τι λένε. Πολλές φορές, αυτοί που
τους ακούν αναγνωρίζουν κάποιες γλώσσες (Πράξ.β). Η γλώσσα μπορεί να είναι
ανθρώπινη ή αγγελική στη φύση της (Α΄Κορ.ιγ:1). Το να μιλάει κάποιος με γλώσσες
δεν είναι ένα τυχαίο, άσχετο, ασήμαντον ή σπάνιο φαινόμενο, είναι ένα δώρο από
το Θεό κι ένα σημαντικό μέρος του σχεδίου του Θεού για την εκκλησία της Καινής
Διαθήκης.