Το έθιμο της «Ειρεσιώνης», τα αρχαία κάλαντα
Φυσικά η λέξη για τα «κάλαντα» είναι δανεισμένη από τη ρωμαϊκή γιορτή των καλένδων, που με τη σειρά της όμως απηχεί ένα ακόμα πιο αρχαίο, ελληνικό έθιμο, αυτό της Ειρεσιώνης.
Η Ειρεσιώνη (από το είρος, έριον = μαλλί προβάτου), ήταν ένα
κλαδί ελιάς στολισμένο με γιρλάντες από
μαλλί λευκό και κόκκινο και τους πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς (σύκα, καρύδια,
αμύγδαλα, κάστανα, δημητριακά). Την εβδόμη ημέρα του μηνός Πυανεψιώνος (22
Σεπτεμβρίου – 20 Οκτωβρίου), παιδιά των οποίων και οι δύο γονείς ζούσαν,
περιφέρανε την Ειρεσιώνη στους δρόμους της πόλης των Αθηνών τραγουδώντας από
σπίτι σε σπίτι, παίρνοντας το φιλοδώρημά τους από τον νοικοκύρη ή την κυρά και
όταν έφθαναν στο σπίτι τους κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την εξώπορτά τους,
όπου έμενε εκεί μέχρι την ιδία ημέρα του νέου έτους, οπότε, αφού τοποθετούσαν
την νέα, κατέβαζαν την παλιά και την έκαιγαν. Άλλα παιδιά κρεμούσαν την
Ειρεσιώνη πάνω από την θύρα του Ιερού του Απόλλωνα.
Το έθιμο απηχούσε την
ευχή των ανθρώπων για την ευφορία της γης, τις ευχαριστίες τους για την
καρποφόρα χρονιά που πέρασε και τον εξευμενισμό των θεών για μια ακόμα πιο
αποδοτική σε γεννήματα χρονιά, αυτή που ερχόταν. Η γονιμότητα της γης ήταν,
αυτονοήτως, πολύ σημαντική για την επιβίωση των πληθυσμών και την ευζωία τους.
Το τραγουδάκι που διασώζει ο Πλούταρχος («Βίοι Παράλληλοι, Θησεύς 22») είναι
χαρακτηριστικό:
«Ειρεσιώνη σύκα φέρει και πίονας άρτους
και μέλι εν κοτύλη και έλαιον αναψήσασθαι
και κύλικ’ εύζωρον, ως αν μεθύουσα καθεύδη»
δηλαδή: «Η Ειρεσιώνη σου φέρνει σύκα και αφράτα ψωμιά
και μέλι μέσα στο ποτήρι και λάδι για να ψήσεις
και μπουκάλι γεμάτο για να μεθύσεις και να κοιμηθείς
γλυκά» (απόδοση: Ανδρέα Πουρναρά).
Οι Πατέρες της Εκκλησίας κατά τους Βυζαντινούς χρόνους
απαγόρευαν ή απέτρεπαν αυτό το έθιμο ως καταγόμενο από τις εορτές των ρωμαϊκών
Καλενδών που είχε καταδικάσει η ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδος το 680 μ.Χ.,
αποκαλούντες τους συμμετέχοντες σ’ αυτό "Μηναγύρτες", κατά δε
απόσπασμα του Τζέτζη (Χιλιάδ. ΙΓ' 246 κε):
Οπόσοι περιτρέχουσι χώρας και προσαιτούσι
και όσοι κατ΄ αρχίμηνον του Ιανουαρίου
και του Χριστού γεννήσει και Φώτων τη ημέρα
οπόσοι περιτρέχουσι τας θύρας προσαιτούντες
μετά ωδών ή επωδών ή λόγων εγκωμίων
....................................
ούτοι αν πάντες λέγοιντο κυρίως Μηναγύρται.
Πολύ αργότερα, οι Βαυαροί του Όθωνα έφεραν το
Χριστουγεννιάτικο δέντρο στην Ελλάδα, που σταδιακά αντικατέστησε το παραδοσιακό
καραβάκι που στόλιζαν οι Έλληνες.
Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο όμως, παρ’ ότι ενσωμάτωσε λαϊκές
παραδόσεις των βόρειων λαών (πχ δρυϊδικές τελετές), στην ουσία βαστούσε τη ρίζα
του από τις γιορτές των αρχαίων Ρωμαίων, και πιο πίσω των αρχαίων Ελλήνων. Ίσως
αυτός να ήταν και ο λόγος που υιοθετήθηκε τόσο εύκολα από το λαό μας. Οι
παραδόσεις είναι αναμφισβήτητα αειθαλείς.
«…Οι Βυζαντινόπαιδες, περιερχόμενοι τας οικίας, από βαθείας
πρωίας μέχρι δείλης οψίας, μετά αυλών και συρίγγων έλεγον τα κάλανδα…»
(Φαίδωνος Κουκουλέ, Τακτικού Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών και
Ακαδημαϊκού«Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός» τ. στ΄, σελ. 152).
Περί των καλανδιστών κατά τα Χριστούγεννα κατά τον ΙΒ΄ αι.
μαρτυρεί και ο Ι. Τζέτζης γράφοντας:
«…Και όσοι κατ’ αρχίμηνον την Ιανουαρίου και τη Χριστού
γεννήσει δε και Φώτων ημέρα, οπόσοι περιτρέχουσι τας θύρας προσαιτούντες μετά
ωδών και επωδών και λόγους εγκωμίων…».
Αρχαία κάλαντα –
«Αγερμοί»
ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΡΙΕΣΠΕΡΟΥ
Τα Κάλαντα του Τριέσπερου, ευθέως από τους Αρχαίους Χρόνους,
ακόμα τραγουδιούνται στην Κύπρο σε ορισμένα ορεινά χωριά.
Καλήν εσπέραν άρχοντες,
αν είναι ορισμός σας
Ηλίου τη θεία γέννηση
να πω στ’ αρχοντικό σας.
Απόλλων άρχοντα θεέ,
έλα ξανά κοντά μας
συ φωτοδότη Βασιλιά,
φώτισε την καρδιά μας.
Λιώσε τα χιόνια στα βουνά
ζέστανε τα πλατάνια
φέρε μας γέλια και χαρά,
ειρήνη και ζωντάνια.
Στο σπίτι αυτό που μπήκαμε
οι εστίες να μη σβήσουν
κι όλοι οι νοικοκυραίοι του
χίλια χρόνια να ζήσουν…
…Στην αρχαία Ελλάδα τα κάλαντα ήταν ένας από τους αγερμούς,
δηλαδή τους εράνους. Λέγονταν έτσι ακριβώς κι αυτά αγερμοί, ενώ είχαν και τις
ιδιαίτερες εποχιακές ονομασίες ειρεσιώναι, χελιδονίσματα, και κορωνίσματα.
Λέγονταν βέβαια αγερμοὶ (από το ρήμα αγείρω, που θα πει
αθροίζω, μαζεύω, ερανίζομαι) και όλοι γενικώς οι έρανοι. Ο έρανος χορηγιών
μεταξύ των υποστηρικτών ενός πολιτικού για την οικονομική στήριξη του πολιτικού
αγώνος του (1), η ζητιανιά των φτωχών στ’ αρχοντικά που γλεντούσαν (2), ή στους
ναούς που πανηγύριζαν (3), η θρησκευτική και βακούφικη ζητεία σιτηρών και άλλων
αγροτικών προϊόντων για τους ναούς και τα μοναστήρια των θηλυκών ιδίως θεοτήτων
Ρέας, Ειλειθυίας, Μητρός, Κυβέλης, Αρτέμιδος, Ήρας, Νυμφών, και πολλών άλλων (4),
αλλά κυρίως και εν τέλει αγερμοὶ λέγονταν αυτά που τώρα λέμε κάλαντα ή κόλιντα των
παιδιών…
Τα παιδιά της προϊστορικής εποχής, για τους Έλληνες και τους
Ρωμαίους ο λόγος, στην αρχή έλεγαν τα κάλαντα (=μήνυμα και ευχές νεομηνίας)
κάθε πρωτομηνιά…αργότερα, κατά την ιστορική εποχή, όταν τα ημερολόγια ήταν
προγράμματα καταγραφόμενα, τα κάλαντα των παιδιών περιορίστηκαν ή στα τέσσερα
κρίσιμα σημεία του έτους, ισημερίες και ηλιοστάσια, ή στις κατά καιρούς
πρωτοχρονιές, που ήταν τοποθετημένες η κάθε μια σε ένα από τα τέσσερα αυτά σημεία.
Στην Ελλάδα λ.χ. πριν από το 432 π.Χ. είχαν την πρωτοχρονιά στη
φθινοπωρινή ισημερία ( 1 Οκτωβρίου ή και λίγο πριν απ’ αυτή)…για το λόγο αυτό
από την αρχαία Ελλάδα έχουμε διασωσμένα κάλαντα και φθινοπωρινά ή Σεπτεμβριάτικα,
και εαρινά ἢ Μαρτιάτικα. Δεν έχουμε χειμερινά και θερινά διασωσμένα τραγούδια
καλάντων ούτε μαρτυρίες για τέτοια.
…Έχω τη γνώμη ότι εξ’ αρχής τα κάλαντα ή κατά τις αρχαίες ελληνικές
ονομασίες των ειρεσιώναι, χελιδονίσματα και κορωνίσματα, ήταν μόνο κοινωνικά
και αγροτικά – ημερολογιακά και παιδικά, χωρίς κανένα θρησκευτικό χαρακτήρα. Θρησκευτικά
στοιχεία…μπήκαν σ’ αυτά μόνο σε χρόνια όψιμα. Έτσι βλέπουμε στα μεν αρχαϊκά και
έντονα διαλεκτικά ελληνικά χελιδονίσματα και ειρεσιώνας ν’ απουσιάζει κάθε ίχνος
θρησκευτικού στοιχείου, στο δε οψιμώτερο κορώνισμα να εμφανίζονται ο Απόλλων σαν
πατέρας της Κορώνης και οι θεοί σαν εκτελεστές των ευχών…