Η απομάκρυνση από τις διδασκαλίες των αποστόλων, την πρακτική εφαρμογή τους και τον τρόπο ζωής της πρώτης εκκλησίας, ξεκίνησε απ’ τον πρώτο αιώνα. Διαβάζουμε μέσα στην Καινή Διαθήκη για ψευδοδιδάσκαλους και ψευδοπροφήτες που δίδασκαν διδασκαλίες δαιμονίων, προκειμένου να διαστρεβλώσουν την αποστολική διδασκαλία σχετικά με τη θεότητα αλλά και την ανθρώπινη φύση του Ιησού Χριστού.
Προσπάθησαν ν’ αλλάξουν το μήνυμα της σωτηρίας και τον πρακτικό τρόπο με τον οποίο κάποιος μπορούσε να σωθεί όπως κήρυξαν οι απόστολοι κι όπως έκαναν οι πρώτοι πιστοί. Ακόμα, προσπάθησαν ν’ αλλοιώσουν τη χριστιανική διδασκαλία σχετικά με τον αγιασμό και τον αποχωρισμό από την κοσμικότητα.
Αυτοί οι άνθρωποι, με τις ψευδοδιδασκαλίες τους, έφερναν συχνά σύγχυση ανάμεσα στους Χριστιανούς και γι’ αυτό ο Ιούδας αναγκάστηκε να γράψει στην εκκλησία: «Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράφω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστην, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους».
Αυτό σημαίνει ότι, η πραγματική χριστιανική πίστη είναι να πιστεύεις τα ίδια δόγματα που κήρυξαν οι απόστολοι, να έχεις την ίδια εμπειρία σχετικά με τη σωτηρία που είχαν οι πρώτοι Χριστιανοί και ν’ ακολουθείς τα πρότυπα διακονίας που αυτοί καθιέρωσαν.
Δυστυχώς, στο τέλος του 4ου αιώνα, πολλοί Χριστιανοί εγκατέλειψαν το αποστολικό πρότυπο σωτηρίας, υιοθέτησαν εξωβιβλικές απόψεις σχετικά με το Θεό, ανέπτυξαν λανθασμένες διδασκαλίες σχετικά με την εκκλησιαστική δομή και διάρθρωση και απομακρύνθηκαν από τον αποστολικό τρόπο άγιας ζωής. Οι Χριστιανοί που αρνήθηκαν ν’ ακολουθήσουν τις αποφάσεις των συνόδων της εκκλησίας που υποστηριζόταν και καθοδηγείτο πλέον από την πολιτεία, ονομάστηκαν αιρετικοί, υπέφεραν διωγμούς από την πολιτεία και την εκκλησία και γρήγορα εξαφανίστηκαν απ’ τις σελίδες της ιστορίας.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το θεμέλιο της εκκλησίας είναι οι διδασκαλίες και η πρακτική που διδάχτηκαν από του αποστόλους, τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης και τον Ιησού Χριστό, το Θεό που φανερώθηκε εν σαρκί.
Ο μόνος αλάνθαστος τρόπος, για να μπορεί κανείς σήμερα να ξέρει ποια είναι η αποστολική εκκλησία, είναι να εξετάσει τίμια και ειλικρινά τις διδασκαλίες, τις πρακτικές, τον τρόπο ζωής, τη διακονία και τις εμπειρίες που μας παραδόθηκαν από την πρώτη αποστολική εκκλησία στην Καινή Διαθήκη. Όλα τα άλλα γραπτά, δόγματα, διδασκαλίες, αποφάσεις, πρακτικές, έθιμα, παραδόσεις και ιεροτελεστίες είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα, υποκείμενα σε λάθη, κατά συνέπεια αναξιόπιστα να χαρακτηρίσουν την πραγματική Χριστιανοσύνη.
Οι περισσότερες εκκλησίες σήμερα, αξιώνουν ότι είναι η συνέχεια της πρώτης αποστολικής εκκλησίας, επειδή κρατάνε κάποια στοιχεία της. Όμως, πολλές απ’ αυτές διδάσκουν διδασκαλίες, διακηρύττουν ένα τρόπο σωτηρίας και ακολουθούν πρακτικές που δεν αντανακλούν αυτά που είναι γραμμένα μέσα στο λόγο του Θεού για την αποστολική εκκλησία της Καινής Διαθήκης.
Αυτά τα λανθασμένα στοιχεία προήλθαν από εκκλησιαστικές συνόδους, σύμβολα πίστης ή γραπτά «πατέρων της εκκλησίας» που έζησαν στο τέλος της αποστολικής περιόδου.
Για παράδειγμα, η Γραφή καθαρά μας λέει ότι η αποστολική ανταπόκριση πίστης στο κήρυγμα του ευαγγελίου ήταν μετάνοια, βάπτισμα στο όνομα του Ιησού Χριστού εις άφεσιν αμαρτιών και λήψη της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος.
Όμως, από τον 3ο και 4ο αιώνα, πολλές εκκλησίες παραμέρισαν το αποστολικό μήνυμα με το να επαναπροσδιορίσουν τη μετάνοια, με το ν’ αρχίσουν να χρησιμοποιούν τον τριαδικό τρόπο βαπτίσματος και αγνοώντας ή μετατρέποντας την εμπειρία του βαπτίσματος με Πνεύμα Άγιο.
Την ίδια τάση αντικατάστασης της αποστολικής διδασκαλίας, μπορούμε να διακρίνουμε και στο θέμα της θεότητας. Είναι τελείως καθαρό ότι η αποστολική εκκλησία της Καινής Διαθήκης πίστευε στον απαρέγκλιτο μονοθεϊσμό που αποκαλύφθηκε στο λαό Ισραήλ, ότι ο Θεός είναι είς.
Ακόμα, αυτή η εκκλησία δίδαξε ότι ο Ιησούς Χριστός, ο Γιος του Θεού, είναι άνθρωπος, αλλά ως προς τη θεότητά Του είναι ο ίδιος ο Θεός. Ωστόσο, στα τέλη του 4ου αιώνα, η επικρατούσα εξουσία των περισσοτέρων χριστιανικών εκκλησιών, ενστερνίστηκε την τριαδική αφηρημένη έννοια του Θεού, ότι ο Θεός είναι μια ενότητα τριών προσώπων κι ότι ο Ιησούς Χριστός είναι μάλλον το δεύτερο πρόσωπο του τριαδικού Θεού. Οι απόστολοι όμως δίδαξαν ότι το πλήρωμα της θεότητας κατοικεί σωματικά στον Ιησού Χριστό.
Μια άλλη απομάκρυνση από τον αποστολικό χριστιανισμό έχει να κάνει με τη λήψη του Αγίου Πνεύματος, με το αρχικό σημείο της γλωσσολαλιάς. Στα τέλη του 4ου αιώνα, η τυπική εκκλησία είχε αντικαταστήσει αυτό το θαυμαστό γεγονός με την τελετουργία του χρίσματος. Επιπλέον, αντί να δώσει έμφαση στον προσωπικό αγιασμό των πιστών, αυτή η δύστροπη και πεισματάρα εκκλησία, έκανε τον αγιασμό αποκλειστικό προνόμιο των ηγετών της και του μοναχικού βίου.
Ίσως η πιο ενδεικτική απομάκρυνση από την αποστολική πίστη, ήρθε από τη αξίωση ότι η εκκλησία έχει την πνευματική εξουσία να διατυπώνει νέα δόγματα που δεν βρίσκονται ούτε υποστηρίζονται από την Αγία Γραφή. Έτσι, αυτό το ανθρώπινο κατασκεύασμα, άνοιξε την πόρτα σε πολλές ψευδοδιδασκαλίες και πρακτικές που ήταν αντίθετες με τη διδασκαλία των αποστόλων.
Όταν στις αρχές του αιώνα που πέρασε, κάποιοι πιστοί αγωνιωδώς ζητούσαν να επιστρέψει η εκκλησία στις ρίζες της, εστίασαν την προσοχή τους στο Βιβλίο των Πράξεων των αποστόλων κι όχι σε κάποια εκκλησιαστική ιστορία, σαν βασικό στοιχείο αναφοράς στην αναζήτησή τους να επιστρέψουν στις αληθινές αποστολικές εμπειρίες, διδασκαλίες και πρακτικές. Ο Θεός απάντησε σ’ αυτές τις προσευχές, εκχέοντας με δύναμη το Άγιο Πνεύμα.
Στην αρχή, οι τυπικές εκκλησίες απέρριψαν αυτή την έκχυση του Αγίου Πνεύματος σαν κάτι το ριζοσπαστικό, σαν φανατισμό, σαν αποτέλεσμα συναισθημάτων και αιρετικό. Κορόιδευαν και χλεύαζαν τους πιστούς για τις ανορθόδοξες εμπειρίες τους, για τον ανοργάνωτο τρόπο λατρείας τους και για αγνωσία πάνω σε θεολογικά θέματα. Έλεγαν ότι όσοι ενεργούν έτσι, ήταν επαναστατικά άτομα που ζητούσαν καταφύγιο επειδή ήταν δυσαρεστημένα από την κοινωνία και την οικονομική στέρηση καθώς αγωνιζόταν στη μοντέρνα κοινωνία.
Όμως, η ραγδαία αύξηση αυτής της κίνησης, σε παγκόσμιο επίπεδο, ιδιαίτερα γύρω στο 1960, έκανε τους αρχηγούς εκκλησιών και θεολόγους να υιοθετήσουν διαφορετική γνώμη.
Ενώ ο Χριστός προσευχήθηκε για ενότητα μέσα στην εκκλησία, η «Οικουμενική κίνηση», η προσπάθεια δηλαδή ένωσης όλων των θρησκειών που υποκινείται από την Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, παρά τις προγραμματικές δηλώσεις της, δημιουργεί πάρα πολλά προβλήματα. Αυτό είναι ιδιαίτερα αλήθεια για τους μονοθεϊστές, που ψάχνουμε για τον αποστολικό χριστιανισμό και απορρίπτουμε την εξουσία των δογμάτων που διατυπώθηκαν τον 3ο και 4ο αιώνα καθώς και κάθε διδασκαλία και πρακτική που δεν διδάσκεται μέσα στο λόγο του Θεού σαν εμπειρία της εκκλησίας της Καινής Διαθήκης.
Καθώς ασπαζόμαστε τον αποστολικό χριστιανισμό, σαν μονοθεϊστές, ξέρουμε ότι θα έρθουμε σε σύγκρουση με τα ανθρώπινα κατασκευάσματα της τυπικής εκκλησίας. Παρ’ όλα αυτά, έχουμε αποφασίσει να ενστερνιστούμε μάλλον τις διδασκαλίες των αποστόλων, ότι κι αν στοιχίσει αυτό. Το να αποδεχτείς ανθρώπινα δόγματα σημαίνει εγκατάλειψη της προσήλωσης στον αποστολικό χριστιανισμό.
Έτσι λοιπόν, αρνούμενοι το δόγμα της Τριάδας, που διακηρύχτηκε από την συμβιβασμένη και διοικούμενη από τον εκάστοτε Βυζαντινό αυτοκράτορα εκκλησία, οι μονοθεϊστές δεν μπορούν να ταυτιστούν δογματικά με τους τριαδικούς. Προτιμούν να παραμείνουν αποστολικοί και ξεχωρισμένοι παρά να εναγκαλιστούν μια δογματικά λάθος ενωμένη εκκλησία.
Βέβαια,αν οι μεγάλοι χριστιανικοί οργανισμοί συγχωνευτούν στο μέλλον, αυτό θα δημιουργήσει τεράστια λαϊκή και θρησκευτική υποστήριξη ώστε να ασκηθεί πολύ μεγάλη πίεση στις ομάδες που δεν θα συμμετέχουν, που δεν θα θελήσουν να συμβιβάσουν τις αποστολικές θέσεις τους όσον αφορά στη διδασκαλία, για χάρη της ενότητας. Αν μια εκκλησία αρνείται να υποστηρίξει ή να εγκρίνει τα δόγματα των ενωμένων οργανισμών, θα χαρακτηρίζεται σαν αίρεση και θα αντιμετωπίζεται σαν εχθρός απ’ το «συγχωνευμένο σώμα».
Με όλες οι συζητήσεις που γίνονται τελευταία πάνω σ’ αυτό το θέμα, της ένωσης των εκκλησιών, προβάλλει ξανά η ερώτηση πρόκληση, ποιος είναι ο αληθινός χριστιανισμός; Κάθε εκκλησία προκαλείται να ερευνήσει τις ιστορικές ρίζες της, να εξετάσει τις δογματικές θέσεις της και να εκτιμήσει τις βασικές διδασκαλίες της πίστης της.
Είναι αλήθεια, ότι όλες οι χριστιανικές εκκλησίες συμμερίζονται μια γενική πίστη σχετικά με το Χριστό, τη γέννησή Του, τη ζωή Του, το θάνατο και την ανάσταση. Όμως διαχωρίζουν τη θέση τους σε βασικά δογματικά σημεία όπως η θεότητα και η ανθρώπινη φύση του Ιησού, η σημασία της θυσίας στο σταυρό, η πραγματική σημασία της ανάστασης, η σπουδαιότητα των συμβάντων την ημέρα της Πεντηκοστής, πως σώζεται στην Καινή Διαθήκη ο άνθρωπος ώστε να είναι Χριστιανός, η θεία εξουσία της Αγίας Γραφής, η λατρεία και ο ρόλος της διακονίας.
Αν και η Βίβλος δεν προσπαθεί ν’ απαντήσει σε κάθε ερώτηση που μπορεί να έχει ο άνθρωπος, ωστόσο οι βασικές διδασκαλίες που πρέπει να καταλάβει κανείς είναι πολύ καθαρά διατυπωμένες και δεν πρέπει να συμβιβάζονται χάριν της ενότητας.
Για παράδειγμα,ο απόλυτος μονοθεϊσμός που αποκαλύπτουν οι Γραφές, δεν μας επιτρέπει να πιστεύουμε ότι ο Θεός είναι μια ενότητα τριών προσώπων, ή σε οποιοδήποτε άλλο θεό πέρα απ’ Αυτόν που αποκαλύφθηκε στο λαό Ισραήλ στην Παλαιά Διαθήκη και σ’ εμάς, στην Καινή Διαθήκη, στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Επιπλέον, η απόλυτη και πλήρης θεότητα του Ιησού Χριστού, δεν αφήνει περιθώρια για συμβιβασμούς στο θέμα της θεότητάς Του, όπως και για το ότι ήταν τέλειος άνθρωπος.
Η θεότητα και η ανθρώπινη φύση του Ιησού Χριστού είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν τον αληθινό χριστιανισμό. Υπάρχουν όμως κι άλλες χαρακτηριστικές διδασκαλίες που προσδιορίζουν την ταυτότητα του αληθινού Χριστιανού, όπως η εμπειρία της σωτηρίας, η άγια ζωή και η αποστολική διακονία.
Το να αντισταθεί κανείς στην πίεση του δογματικού συμβιβασμού δεν είναι εύκολο πράγμα, εκτός αν έχει παραδοθεί απόλυτα στην αλήθεια και την εξουσία του λόγου του Θεού. Πρέπει να καταλάβουμε τι είναι αυτό που μας ταυτίζει με την αποστολική εκκλησία, αν πρόκειται να αντισταθούμε στην τάση που κυριαρχεί ανάμεσα στις μεγάλες χριστιανικές ομάδες να ενωθούν σ’ ένα παγκόσμιο εκκλησιαστικό σύστημα.
Καλούμε και προτρέπουμε λοιπόν όλες τις εκκλησίες και όλους τους Χριστιανούς να επιστρέψουν στις αγνές αποστολικές διδασκαλίες και παραδείγματα που μας άφησαν οι απόστολοι του Χριστού. Μόνο αν αφήσουμε το λόγο του Θεού να είναι η ανώτατη εξουσία και οδηγός, θα ανακαλύψουμε και θα συμμεριστούμε τις ευλογίες που ο Θεός έχει για το λαό Του.
Ας απορρίψουμε παλιά λάθη, «σεβάσμια ιστορικά γεγονότα» και ας στρέψουμε τη σκέψη και την καρδιά μας στο Θεό, αφήνοντας το Πνεύμα Του να εργαστεί στη ζωή μας. Πάνω απ’ όλα, ας αγαπήσουμε την αλήθεια και όλους τους ανθρώπους, σωσμένους και μη, καθώς θα μοιραζόμαστε την πίστη μας τίμια και ειλικρινά με όσους θέλουν ν’ ακούσουν.