Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Τρίτη 13 Μαΐου 2008

Πασχαλινά

Κάποια από τις ημέρες της παρελ­θούσης Μεγάλης Εβδομάδας, έξω (και μέσα ενίοτε) από μια μικρή εκκλησία, στο κέντρο _της Αθήνας. Καμιά σαρανταριά πιστοί (και μη) περίμεναν σχεδόν υπομονε­τικά. 'Αλλοι να ολοκληρωθεί η λειτουργία. 'Αλλοι να πέσει ο ουρανός στο κεφάλι τους, όπως τους είχαν διαβεβαιώσει από την τηλεόραση - πράγμα που δεν έγινε ποτέ, τουλάχιστον στην πρωτεύουσα. Η ψύχρα έντονη, όπως συμβαίνει συχνά τέτοιες - αναποφάσιστες ως προς το τι καιρό θα κάνουν - νύχτες του Απρίλη.
Στην ατμόσφαιρα μια μυρωδιά έντονη, σαν να βρισκόσουν στο τμήμα με τις κολόνιες του Χόντου. Ήταν σχεδόν αποπνικτική η μείξη όλων των αρωμάτων με τα οποία είχαμε ψεκαστεί οι καλοντυμένοι παρευρισκό­μενοι, με τα συννεφάκια κατάνυξης που μας «επιτίθεντο» από το υπερδραστήριο θυμιατό του παπά. Ποια Ανάσταση του Θε­ανθρώπου, την ανάσταση του Calvin Klein ζήσαμε με τόση «Obsession» στον αέρα. Η εκκλησία στολισμένη (και) με ορχιδέες. Ήταν από τα λουλούδια που ζητήθηκαν περισσότερο για τους Επιτάφιους, διάβασα στην εφημερίδα. Τόσα χρόνια μες στις φτωχοβιολέτες και στις ευτελοπασχαλιές, ε, τη χρειαζόταν μια κάποια αναβάθμιση και αυτός. Έτσι λοιπόν, αναβαθμισμένοι και περιποιημένοι στεκόμασταν ο ένας δίπλα στον άλλο. 'Αλλος κρατώντας το κερί του με προσοχή μην και το σβήσει ο άνεμος, άλλος αδέξια και αγενώς σαν να κρατούσε μυγοσκοτώστρα. Κάποιος προσπαθώντας να ακούσει τι έλεγε ο παπάς, κάποιος στή­νοντας αφτί για να μη χάσει ούτε λέξη από το (χριστιανικό) θάψιμο που είχαν ξεκίνησε οι διπλανοί του με θύμα την παραδιπλανή του.
Η κατάνυξη παρέα με την αδιαφο­ρία, ο σεβασμός παρέα με την (απόλυτη) αγένεια, όπως γίνεται πάντοτε σε τέτοιου είδους συνάξεις.
Κατανυκτική μού φάνηκε η στάση και της νεαρής μητέρας που είχε σταθεί απέναντι μου. Μαυροντυμένη, με το κερί αναμμένο στο χέρι, και το κεφάλι σκυμμένο, πολύ σκυμμένο. Στην αρχή νόμιζα ότι προσευχόταν. Μετά πρόσεξα ότι απλώς μιλούσε στο παιδί της, έναν μικρό που ήταν δεν ήταν δυόμισι ετών. «Και εδώ θα είμαστε ήσυχοι, γιατί τώρα κλαίμε για τον Χριστούλη που οι κακοί άνθρωποι τον βασάνισαν... Και είμαστε στενοχωρημένοι με αυτό... Γιατί ο Χριστούλης ήθελε να μας σώσει από...».
Από ό,τι και αν ήθελε να μας σώσει ο Χριστούλης σίγουρα δεν είχε καμία διάθεση να μας σώσει από τον διάβολο που κρυβόταν στα φουστάνια της μητέρας του. Διότι ο μικρός βελζεβούλης δεν άντεξε για πολύ το κήρυγμα. Μόνο άρχισε να τρέχει στο προαύλιο αφρίζοντας και ουρλιά­ζοντας.
Ξαφνικά δεν ακουγόταν τίποτε άλλο παρά οι φωνές του, που ζητούσαν να κάνει ποδήλατο, που ζητούσαν να φύγει από την εκκλησία, που ζητούσαν τον μπαμπά του, που ζητούσαν γκοφρέτα με αυτοκόλλητο, που ζητούσαν παγωτό με γεύση φράουλα, που ζητούσαν το ένα και το άλλο...
Επρόκειτο για μια άνευ προη­γουμένου λογοδιάρροια την οποία και να ήθελες να αγνοήσεις δεν μπορούσες, τόση ήταν η ένταση της.
Βεβαίως, το εντυπω­σιακότερο όλων δεν ήταν η συμπεριφορά του κακομαθημένου, αλλά η στάση της μανούλας του. Η οποία απλώς συνέχισε να ατενίζει μπροστά της, προς την Ανάσταση υποθέτω, κρατώντας το αναμμένο κερί της. Κάνοντας πότε πότε κανένα σιγανό, πολύ σιγανό, «σουτ» περισσότερο για τα μάτια του κόσμου παρά για να συμμαζέψει το τέρας που ανέτρεφε, το οποίο ενοχλούσε (έτσι τουλάχιστον μου φάνηκε) όλους τους παρευρισκόμενους.
Θεωρώντας ότι τα εκπαιδευτικά συστήματα που υπόσχονταν την ανατροφή των ιδανικών ανθρώπων μέσα στην απόλυ­τη ελευθερία έχουν αποτύχει παταγωδώς, ομολογώ ότι έχω καταλήξει σε μερικές κάπως σκληροπυρηνικές, αλλά δοκιμασμένα αποδοτικές παιδαγω­γικές μεθόδους, όπως την παντοφλιά, το ξεμάλλιασμα, το «ξερίζωμα» του αφτιού, τη φάλαγγα.
Και αν ένας φίλος, όποτε του δίνω χρησιμότατες συμβουλές για την ανατροφή των λατρεμένων τέκνων του, κουνάει με αποτροπιασμό το κεφάλι και μου λέει «ευτυχώς που δεν σου έδωσε ο Θεός παιδιά, ως πατέρας θα ήσουν ίδιος ο Θεοφιλογιαννάκος», απλώς τον οικτίρω.,. Ειδικά κάτι μεσημέρια που προσπαθεί ανεπιτυχώς να κοιμηθεί λιγάκι και δεν τα καταφέρνει επειδή οι κόρες του έχουν απο­φασίσει να τραγουδήσουν εκείνη τη στιγμή το «My number one» της Παπαρίζου στο καραόκε. «Εγώ στη θέση σου θα τους είχα δώσει να καταπιούν το μικρόφωνο και όλη την τηλεόραση μαζί» του λέω, για να με κοι­τάξει με φρίκη και να μου αναπτύξει εκ νέου κάτι νεφελώδεις θεωρίες για την ελεύθερη έκφραση του ατόμου μέσα στον φυσικό του χώρο. Του ατόμου, όχι του μουλαριού του ξεκαπίστρωτου, του λέω, για να ανάψει ο καβγάς. Ξεκαπίστρωτο κάλπαζε ανάμεσα μας και το κακομαθημένο της ιστορίας μας. Με την αφεντιά μου, έχοντας ξεχάσει κάθε διδασκαλία περί χριστιανικής αγάπης, να συλλογιέται λογιών λογιών μαρτύρια και για τον μικρό αντίχριστο και τη μητέρα του.
Και επάνω που είχα καταλήξει σε μια ποινή τόσο ευφάνταστη και... προχωρημένη δεν τολμώ να σας τη μεταφέρω για να μή χάσετε κάθε ιδέα για τον γράφοντα, το ανίερο μυστήριο κορυφώθηκε. Ο μικρός άρχισε να κάνει ζιγκ-ζαγκ ανάμεσα μας ουρλιάζοντας «μα...κα! Μα....κα! Μα.....­κα!». Τι έκαναν οι παριστάμενοι; Έβαλαν τα γέλια. Με πιο χαρούμενη, πιο ξελιγωμένη από όλους τη μανούλα του.
Τέτοια χαρά που το μικρό της είχε μάθει να προφέρει σωστά αυτή την τόσο δύσκολη λέξη δεν έχετε ξαναδεί!
Ούτε να τον είχαν δεχτεί στο Κολέγιο χωρίς κλήρωση! Είμαι σίγουρος ότι το βράδυ στο σπίτι θα του έδωσε διπλή μερίδα γλυκού. Μπορεί να του υποσχέθηκε και κάποιο δώρο, αν επαναλάμβανε τη λέξη μπροστά στον μπαμπά, στον παππού και στη γιαγιά...
Κοίταξα γύρω μου για να δω αν είχαν μείνει και άλλοι εμβρόντητοι όπως εγώ. Όχι, δεν ήμουν ο μοναδικός που ευχαρίστως θα έδινα σε μανούλα και παιδάκι να φάνε τα εξαπτέρυγα, είδα και άλλους με την απορία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα τους, ήταν όμως πολύ λίγοι. Οι περισσότε­ροι εξακολουθούσαν να γελάνε. Και όσο γελούσαν, τόσο περισσότερο ο μικρός ξεφάντωνε. «Μαλ....κα!» και «ω, γλυκύ μου έαρ», «μα....κα!» και «αι γενεαί πάσαι!»... Δεν είναι σκηνή από κάποια βλάσφημη, μαύρη κωμωδία, αλλά ένα κατανυκτικό στιγμιότυπο του οποίου ήμουν αυτόπτης μάρτυρας.
Με τη θεία Ιουλία δίπλα μου, να ανεβάζει σφυγμούς και να μονολογεί «αν ήταν δικά μου παιδιά, και αυτό το τέρας και η γαϊδούρα που το γέννησε, στον σταυρό θα τα είχα καρφώσει τώρα! Ανάποδα!». Με εμένα και την ξαδέλφη μου να κοιταζόμαστε με ανακούφιση, αναλογιζόμενοι ποια τιμωρία γλιτώσαμε για να είμαστε υπάκουοι εκείνες τις λίγες φορές που μας πήγαιναν στην εκκλησία. Με τον μικρό να φωνάζει όλο και πιο δυνατά. Με τη μαμά του να γε­λάει όλο και πιο ευτυχισμένη. Τι να της ευ­χηθείς; Γρήγορα το καμάρι της να περάσει και σε άλλες βρισιές. Είναι κρίμα να μείνει στο «μα...κας» τη στιγμή που η ελληνική γλώσσα έχει τέτοιο πλούτο, τέτοια ποικιλία. Διότι είναι μεγάλη υπόθεση να διαθέτει ο άνθρωπος πλούσιο λεξιλόγιο! Ή μάλλον υβρεολόγιο στις μέρες που ζούμε.
Από το ΒΗmagazino