κάμιλος, ὁ (AM)
χοντρό και μακρύ σχοινί, κν. καραβόσκοινο, παλαμάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για δ. γρφ. του
κάμηλος, που ερμηνεύθηκε από τους Έλληνες «χοντρό σχοινί» λόγω του χωρίου της
Καινής Διαθήκης ευκολώτερόν εστι κάμηλον διά τρυμαλιάς ραφίδος διελθείν ή πλούσιον
εις την βασιλείαν τού Θεού εισελθείν. (Ματθ. ιθ', 24)]. Το κάμηλος, η, «καμήλα»
φαινόταν άσχετο με την τρύπα της βελόνας, οι Άραβες όμως έχουν παροιμία και για
τον ελέφαντα που περνά μέσα από αυτήν.