Αββ.α:1-4 Η όρασις, την
οποίαν είδεν Αββακούμ ο προφήτης. Έως πότε, Κύριε,
θέλω κράζει, και δεν θέλεις
εισακούει; θέλω βοά προς σε, Αδικία· και δεν θέλεις σώζει; Διά τι με
κάμνεις να βλέπω ανομίαν και να θεωρώ ταλαιπωρίαν και αρπαγήν και αδικίαν
έμπροσθέν μου; και υπάρχουσι διεγείροντες έριδα και φιλονεικίαν. Διά τούτο ο
νόμος είναι αργός, και δεν εξέρχεται κρίσις τελεία· επειδή ο ασεβής
καταδυναστεύει τον δίκαιον, διά τούτο εξέρχεταί κρίσις διεστραμμένη.
Αββ.β:1-4 Επί της σκοπιάς μου θέλω σταθή και θέλω στηλωθή επί του πύργου, και θέλω αποσκοπεύει διά να ίδω τι θέλει λαλήσει προς εμέ και τι θέλω αποκριθή προς τον ελέγχοντά με. Και απεκρίθη προς εμέ ο Κύριος και είπε, Γράψον την όρασιν και έκθεσον αυτήν επί πινακιδίων, ώστε τρέχων να αναγινώσκη τις αυτήν· διότι η όρασις μένει έτι εις ωρισμένον καιρόν, αλλ' εις το τέλος θέλει λαλήσει και δεν θέλει ψευσθή· αν και αργοπορή, πρόσμεινον αυτήν· διότι βεβαίως θέλει ελθεί, δεν θέλει βραδύνει. Ιδού, η ψυχή αυτού επήρθη, δεν είναι ευθεία εν αυτώ· ο δε δίκαιος θέλει ζήσει διά της πίστεως αυτού.