δούλος ο - αυτός
που είχε στερηθεί την προσωπική του ελευθερία - δεν έχει δικό του θέλω - και
κάθε ανθρώπινο δικαίωμα και αποτελεί ιδιοκτησία κάποιου· (πρβ. σκλάβος). Είναι
διαφορετικό από το υπηρέτης.
Λουκ.ιζ:10 Ούτω και σεις, όταν κάμητε πάντα τα
διαταχθέντα εις εσάς, λέγετε ότι δούλοι αχρείοι είμεθα, επειδή εκάμαμεν ό,τι
εχρεωστούμεν να κάμωμεν.
Αχρείος σημαίνει τιποτένιος, άχρηστος, ανωφελής,
ασήμαντος, σε τίποτα χρήσιμος.