ΤΑ ΤΡΙΑ ΔΙΑΔΟΧΙΚΑ ΣΤΑΔΙΑ ΠΟΥ
ΟΔΗΓΟΥΝ ΣΤΟΝ ΞΕΠΕΣΜΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΧΑΡΗ
Τα επικίνδυνα συμπτώματα αρχίζουν να φαίνονται όταν ο πιστός αφού είχε μετανοήσει και δεχθεί τη χάρη του Θεού, αρχίζει σιγά-σιγά να συμμορφώνεται και πάλι με το φρόνημα του κόσμου παρασυρόμενος από τις κακές συνήθειες και τις αδυναμίες που τον κυρίευαν στην προηγούμενη ζωή του.
Αρχίζοντας από τα ελαφρότερα αμαρτήματα
ο αμελής, ο σαρκικός Χριστιανός, πειραματίζεται συνήθως τρία στάδια
πνευματικής ταλαιπωρίας, μέχρις ότου καταλήξει στην τελική χρεοκοπία της
πνευματικής του ζωής, αν δεν μετανοήσει εγκαίρως.
Στο πρώτο στάδιο αρχίζει να
ενεργεί, σε συγκεκριμένες περιστάσεις, ενάντια στη φωνή της χριστιανικής του
συνείδησης:
· Αρχίζει να νοσταλγεί τις επιθυμίες της σάρκας, ενώ συγχρόνως
εναντιώνεται στις επιθυμίες του Πνεύματος.
· Όταν αμαρτάνει αμελεί ν' αναγνωρίσει μπροστά στο Θεό την αμαρτία
του και να κατακρίνει τον εαυτό του.
· Ξεχνά το καθήκον του για πνευματική αγρύπνια, για μελέτη της
Αγίας Γραφής, και για τακτική προσευχή.
Έτσι σταματά τη ζωντανή κοινωνία
του με τον Κύριο και σαν συνέπεια, το σώμα του γίνεται πρόθυμο όργανο να
υποχωρεί στις επιθυμίες της παλιάς του φύσης. Ο απόστολος ονομάζει το στάδιο
αυτό «λύπη του Πνεύματος»
Εφεσ.δ:30 Και
μη λυπείτε το Πνεύμα το Άγιον του Θεού, με το οποίον εσφραγίσθητε διά την
ημέραν της απολυτρώσεως.
Ο αμελής πιστός, έχει αφήσει τη
συνείδησή του να μολυνθεί:
Τίτ.α:15 Εις
μεν τους καθαρούς πάντα είναι καθαρά· εις δε τους μεμιασμένους και απίστους
ουδέν καθαρόν, αλλά και ο νούς αυτών και η συνείδησις είναι μεμιασμένα.
και φορτώθηκε ένα βάρος ηθικής
ενοχής που θα τον καταπιέζει εσωτερικά, μέχρις ότου ο Θεός, στο μεγάλο του
έλεος, του προκαλέσει μια σοβαρή εσωτερική κρίση σαν ευκαιρία για να συνέλθει,
να μετανοήσει, και να γιατρευτεί.
Είναι το ίδιο στάδιο πνευματικής
πτώσης στο οποίο βρέθηκαν και οι πιστοί της Εφέσου (Αποκ.β:1-5).
Ο Κύριος ελέγχει τους Εφεσίους
πιστούς με τα λόγια: «έχω κατά σου ότι την αγάπη σου την πρώτη αφήκας» (εδ.4).
Κατόπιν τους προσκαλεί να μετανοήσουν απειλώντας ότι θα τους κτυπούσε με κρίση αν δεν μετανοούσαν:
«μετανόησον
και κάμε τα πρώτα έργα. ει δε μη έρχομαι προς σε ταχέως, και θέλω κινήσει την
λυχνία σου εκ του τόπου ταυτής εάν δεν μετανοήσης» (εδ.5).
Την ίδια αυστηρή τακτική
ακολούθησε ο Κύριος και στην περίπτωση των πιστών της εκκλησίας των Σάρδεων (Αποκ.γ).
Αφού πρώτα τους ελέγχει «όνομα έχεις ότι ζής και είσαι νεκρός» (εδ.1), μετά τους προσκαλεί να μετανοήσουν ώστε να προλάβουν το παιδαγωγικό Του κτύπημα:
«μετανόησον
...εάν δεν αγρυπνήσης, θέλω έλθει επί σε ως κλέπτης και δεν θέλης γνωρίσει
ποίαν ώραν θέλω έλθει επί σε» (εδ.3).
Το δεύτερο στάδιο: Όμως
υπάρχει το ενδεχόμενο ο πεσμένος ν' αντιστέκεται και να μη μετανοεί.
Παρόλη τη δοκιμασία του, παρόλες
τις ηθικές του κρίσεις, παρόλες τις προειδοποιήσεις και τους ελέγχους του
Αγίου Πνεύματος, αυτός εξακολουθεί ασυγκίνητος και σκληρός, να παραμένει στην
κατάσταση της αποστασίας του. Εδώ αρχίζει το δεύτερο στάδιο της παιδαγωγικής
επέμβασης του Θεού.
Στην περίπτωση αυτή ο Θεός, με την
πρόθεση να σώσει, ενδέχεται τώρα να χτυπήσει και το σώμα του αποστάτη.
Αυτή η τιμωρία πιθανόν να φτάσει
μέχρι του σημείου «να παραδώση τον άνθρωπο στον Σατανά εις όλεθρον της
σαρκός του» (Α’ Κορ.ε:5).
Επιτρέπει, δηλαδή, ο Θεός στο
Σατανά να βασανίσει το σώμα με αρρώστια, αν χρειαστεί ακόμα και με θάνατο,
μήπως μέσα στο καμίνι της αρρώστιας ή στο φόβο και την αγωνία του θανάτου ο
αποστάτης εκζητήσει μετανοιωμένος το Σωτήρα του και έτσι «το πνεύμα σωθεί,
εν τη ημέρα του Κυρίου» (Α' Κορ.ε:5).
Θα σωθεί, αλλά χωρίς ν' απολαύσει
τη δόξα (Ρωμ.ε:11).
Χωρίς αμοιβή. Θα σωθεί και τίποτε
επιπλέον. Τα έργα του δεν θα τον ακολουθήσουν. Θα σωθεί «ως δια πυρός» (Α’
Κορ.α:15).
Ο Παύλος μας πληροφορεί ότι πρόσωπα της εκκλησίας της Κορίνθου είχαν δεχτεί παρόμοιας μορφής κρίση, (αρρώστια και πρόωρο θάνατο), επειδή κάθονταν στην τράπεζα του Κυρίου χωρίς να διακρίνουν το σώμα του Κυρίου.
Έπαιρναν τον άρτο και τον οίνο άσχετα
προς την πνευματική τους κατάσταση κι ακόμα χειρότερο, χωρίς να κρίνουν καν τον
εαυτό τους για την πνευματική τους ακαταστασία (Α' Κορ.ια:29-30).
«Ο τρώγων και ο πίνων αναξίως
τρώγει και πίνει κατάκρισιν εις εαυτόν, μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου. Δια
τούτο υπάρχουν μεταξύ σας πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και αποθνήσκουσιν
ικανοί.»
Το τρίτο στάδιο: Μέχρι
το σημείο τούτο, ο αποστάτης αντέχει και τις δύο αυτές μορφές της παιδαγωγικής
του Θεού. Την εσωτερική, δηλαδή, την πνευματική τιμωρία και την εξωτερική, της
φυσικής αρρώστιας στο σώμα του.
Η περαιτέρω επιμονή του στην
αμαρτία θα τον οδηγήσει στο τρίτο και το τελικό στάδιο, που είναι το στάδιο της
αθεράπευτης απιστίας. Ο αποστάτης γίνεται τώρα αντικείμενο της κατάκρισης
του Θεού.
Στο στάδιο αυτό παύει να είναι το αντικείμενο
της χάρης Του για να γίνει το μνημείο της δικαιοσύνης Του. Το Άγιο Πνεύμα
σταματά πλέον να του μιλά. Η ζωντανή και καρποφόρα πίστη που άλλοτε είχε
κατακτήσει την καρδιά του έχει τώρα καταντήσει πίστη του μυαλού, δηλαδή πίστη
άκαρπη και νεκρή.
Κι' επειδή με τη ζωντανή πίστη του
ο άνθρωπος δέχεται τη χάρη που σώζει, ο αποστάτης καταλήγει τώρα να χάσει αυτή
τη χάρη, επειδή έχει χάσει τη ζωντανή και καρποφόρα πίστη.
Σαν άπιστος, δηλαδή, άνθρωπος που
δεν έχει πλέον την πίστη του στο Χριστό σαν μαρτυρία και τρόπο ζωής, έχει
γυρίσει πάλι στη σφαίρα της θείας καταδίκης.
Η αμετάθετη ηθική αρχή του Θεού
είναι «παν λοιπόν δένδρον μη κάμνον καρπόν καλόν, εκκόπτεται, και εις πύρ
βάλλεται» (Ματθ.γ:10).
Είναι η ίδια ηθική αρχή που, ο Θεός
είχε εφαρμόσει και στους αγγέλους:
«Διότι εάν ο θεός δεν εφείσθη
αγγέλους αμαρτήσαντας, αλλά ρίψας αυτούς εις τον τάρταρον δεδομένούς με αλύσεις
σκότους, παρέδωκε δια να φυλάττωνται εις κρίσιv» (Β’
Πέτρ.β:4).
Αν λοιπόν, ο Θεός έδειξε τις αρχές
της δικαιοσύνης Του σ' αυτά τα ανώτερα ηθικά όντα που αμάρτησαν και τα καταδίκασε
αιωνίως στον Άδη, για ποιο ιδιαίτερο λόγο οι άνθρωποι, όντα κατώτερα από τους
αγγέλους, θα ξεφύγουν την τιμωρία;
Η προϋπόθεση, λοιπόν, της
παραμονής του Χριστιανού στη χάρη είναι η ίδια με την προϋπόθεση της εισόδου
του στη σωτηρία, η πιστότητα, «την πίστιν τετήρηκα» (Β' Τιμ.δ:7).
Τούτη η διδασκαλία που
προειδοποιεί για το ενδεχόμενο της αποκοπής του πιστού από τη χάρη του Θεού,
μία διδασκαλία που βεβαιώνεται από τις Γραφές, είναι φυσικό να μην είναι
συμπαθής στους επιπόλαιους και στους σαρκικούς Χριστιανούς που απαιτούν ν'
απολαύσουν τα δοξασμένα ευεργετήματα της σωτηρίας αδιαφορώντας για τις υποχρεώσεις
και τις ευθύνες που επιβάλλει η ζωή της σωτηρίας.
Ικανοποιεί όμως η διδασκαλία αυτή
τον κάθε σοβαρό πιστό, επειδή τον παρακινεί σε επαγρύπνηση, σε προσευχή, σε
πνευματικό αγώνα, σε συνεχή πρόοδο, σε αιώνια τελειότητα.
Η ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΣΥΝΕΧΗ ΚΑΘΑΡΣΗ
Είναι εξαιρετικά σοβαρή η
διαπίστωση ότι ο απόστολος Παύλος, στον κατάλογο των έργων της σάρκας,
βεβαιώνει ότι οι αμαρτίες της ψυχής οδηγούν στο ίδιο ολέθριο τέλος που οδηγούν
και οι αμαρτίες του σώματος:
Φανερά δέ είναι τά έργα τής
σαρκός, τά οποία είναι μοιχεία, πορνεία, ακαθαρσία, ασέλγεια, ειδωλολατρεία,
φαρμακεία, έχθραι, έριδες, ζηλοτυπίαι, θυμοί, μάχαι, διχοστασίαι, αιρέσεις,
φθόνοι, φόνοι, μέθαι, κώμοι, καί τά όμοια τούτων, περί τών οποίων σάς προλέγω,
καθώς καί προείπον, ότι οι τά τοιαύτα πράττοντες βασιλείαν Θεού δέν θέλουσι
κληρονομήσει. (Γαλ.ε:19-21).
Καθώς αποκληρώνεται από τη
Βασιλεία του Θεού ο πόρνος, αποκληρώνεται και ο ζηλόφθονος ή καθώς θα αποκληρωθεί
ο μοιχός, θα αποκληρωθεί κι αυτός που δημιουργεί διχοστασίες και τα παρόμοια.
«Οι τα τοιαύτα πράττοντες»,
εκείνοι δηλαδή που έχουν στη ζωή τους σαν πρόγραμμα να κάνουν τα έργα της
σάρκας, όχι μονάχα την πορνεία την ακαθαρσία ή την ασέλγεια, αλλά και τις
έχθρες, τις έριδες ή τις διχοστασίες και τα παρόμοιά τους.
Όλοι αυτοί και οι μεν και οι δε,
συμπεριλαμβάνονται στον ίδιον κατάλογο της πνευματικής χρεοκοπίας: «βασιλείαν
Θεού δεν θέλουσι κληρονομήσει».
Αυτή η φοβερή προειδοποίηση πρέπει
να παρακινεί τον ειλικρινή Χριστιανό σε διαρκή αυτοεξέταση της πνευματικής του
ζωής, σε μια αυτοεξέταση εσωτερική και αυστηρή. Είναι αυτό ένα ηθικό έργο που ο
πιστός βοηθιέται από το Άγιο Πνεύμα.
Το Πνεύμα τοποθετεί καθημερινά τον
πιστό απέναντι στο τέλειο υπόδειγμα, στο Χριστό. Διαρκώς προβάλλει στη συνείδησή
μας όλες τις ατέλειες και τις αμαρτίες μας και συνάμα μας παρακινεί να κρίνουμε
αυστηρά τον εαυτό μας, γι' αυτές.
«εάν όμως περιπατώμεν εν τώ φωτί,
καθώς αυτός είναι εν τώ φωτί, έχομεν κοινωνίαν μετ' αλλήλων, καί τό αίμα
τού Ιησού Χριστού τού Υιού αυτού
καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας» (Α' Ιωάν.α:7).
Ο απόστολος Παύλος συνδέει την
καθημερινή εξομολόγηση και κάθαρση της ψυχής, με τη συνεχή χορήγηση συγγνώμης
από τη θεία δικαιοσύνη, χρησιμοποιώντας τον ενεστώτα «δικαιών», που
σημαίνει ότι ο Θεός δεν παύει ποτέ να δέχεται εξομολογήσεις και να σκεπάζει
αμαρτίες που Του παρουσιάζουν οι δικοί Του για την κάθαρση και την αποκατάστασή
τους.
«Θεός ο δικαιών» (Ρωμ.η:33).
Εδώ παίρνει το νόημά της και η διαβεβαίωση του απ. Παύλου, «εάν ημείς
απιστούμεν εκείνος μένει πιστός» (Β' Τιμ.β:13) που εγγυάται τη συνεχή
αποκατάσταση του πιστού, όταν παρουσιάζει στο Θεό καθημερινά τις αμαρτίες και
τις παραβάσεις που το Άγιο Πνεύμα ανεβάζει στην συνείδηση του πιστού για
συγχώρεση.
Η καθημερινή κάθαρση του πιστού
φαίνεται θαυμάσια και στο περιστατικό του νιψίματος των ποδιών των μαθητών
(Iωάν.ιγ:10)
Όταν ο Πέτρος, στην απειλή της
αποκοπής του από τη συντροφιά του Κυρίου Ιησού, είπε, «μη (λούσης) τους
πόδας μου μόνον αλλά και τας χείρας και την κεφαλήν», ο Κύριος του
απάντησε, «ο λελουμένος δεν έχει χρείαν ειμή τους πόδας να νιφθή, αλλ' είναι
όλος καθαρός» (εδ.10).
Αυτή ακριβώς είναι και η εικόνα
της πορείας του πιστού που αφού καθαρίσθηκε μια φορά ολόκληρος, κατά την αναγέννησή
του, δεν χρειάζεται τώρα πλέον να καθαρίζεται διαρκώς ολόκληρος, είναι αρκετό
αν φροντίζει να καθαρίζεται από τις συγκεκριμένες αμαρτίες της καθημερινής του
ζωής.
Ο τρόπος αυτής της καθημερινής
κάθαρσης του πιστού είναι απλός αλλά αποτελεσματικός.
Πρώτα, αναγνωρίζομε στα βάθη της
συνείδησης μας τα παραπτώματα με τα οποία λυπήσαμε το Πνεύμα.
Μετά, τα καταδικάζομε αυστηρά και
στη συνέχεια ευχαριστούμε το Θεό για την αιώνια δύναμη του αίματος του Χριστού,
καθώς και για τον πλούτο της χάρης Του. Η πίστη μας στην αλήθεια του λόγου του
Θεού για τη συγνώμη, ησυχάζει την καρδιά μας.
Ας μη ξεχνάμε, ότι στη σημερινή
περίοδο της χάρης δεν πρέπει να παρακαλούμε το Θεό για να λάβουμε τη συγγνώμη
Του, επειδή η συγγνώμη Του μας έχει δοθεί προκαταβολικά πάνω στο σταυρό. «Ο
Χριστός άπαξ έπαθεν δια τας αμαρτίας» (Α’ Πέτρ.γ:18).
Όταν λοιπόν, συνεχώς παρακαλούμε αυτό σημαίνει είτε ότι αγνοούμε τη μόνιμη και συνεχή αποτελεσματικότητα του αίματος του Χριστού είτε ότι αμφιβάλλομε αν μας δόθηκε η συγχώρηση.
Ύστερα από το έργο του σταυρού, η πρέπουσα προσέγγιση μας για συγχώρηση είναι όχι η παράκληση αλλά η αναγνώριση, της αμαρτίας μας, η κρίση του εαυτού μας για το παραπάτημα μας και η ευχαριστία, για την τελεία συγγνώμη που ο Χριστός μας έχει προκαταβολικά εξασφαλίσει.
Τότε «περιπατώμεν εν τω φωτί»
(Α' Ιωάν.β:11), «οδηγούμεθα από το Πνεύμα» (Ρωμ.η:14), και «περιπατώμεν
κατά το Πνεύμα» (Β' Κορ.ι:2).
Αν όμως δεν καθαριζόμαστε
καθημερινά, αν αμελούμε να κατακρίνουμε τον εαυτό μας μπροστά στο Θεό, αν
λυπούμε διαρκώς το Πνεύμα Του αντιστεκόμενοι στον έλεγχό, αν δεν επιμένουμε να
βρισκόμαστε στην κατάσταση της νέκρωσης του παλαιού ανθρώπου, τα πνευματικά μας
αισθητήρια αρχίζουν να σκληρύνονται σιγά-σιγά, η συνείδησή μας αμβλύνεται, η
καρδιά μας συνηθίζει στα έργα της σάρκας, οπόταν η παλαιά φύση αρχίζει εκ νέου
να μας κυριεύει, καθώς μας κυρίευε και πριν αναγεννηθούμε.
Έτσι, από την κατάσταση της χάρης
του Θεού ο πρώην πιστός πέφτει και πάλι στα χέρια της θείας δικαιοσύνης. Το
ίδιο δηλαδή που έγινε και με το δούλο της παραβολής που, ενώ ο Κύριος του
χάρισε το χρέος αυτός έπεσε και πάλι στα χέρια της θείας δικαιοσύνης σαν ένοχος
για την ασπλαχνία και την ιδιοτέλεια που έδειξε απέναντι στον σύνδουλό του
(Ματθ.ιη:28).
Η Αγία Γραφή, αν και μας εξηγεί
ότι ο πιστός είναι πεθαμένος για την αμαρτία, όμως δεν λέει ποτέ ότι η αμαρτία
είναι πεθαμένη για τον πιστό.
«Εγκρατεύθητε, αγρυπνήσατε διότι ο
αντίδικός σας διάβολος, ως λέων ωρυόμενος περιέρχεται ζητών τινα να καταπιή»
(Α’ Πέτρ.ε:8).
Επειδή λοιπόν, ο κίνδυνος είναι
συνεχής (ο διάβολος περιέρχεται ζητών), και η πνευματική αγρύπνια του πιστού
πρέπει να είναι επίσης συνεχής.
Ο Χριστιανός που αγρυπνεί και
μένει πιστός στην αγία κλήση του, δεν πρέπει να αμφιβάλλει διόλου για την
αιώνια ασφάλεια της σωτηρίας του («Ουδείς δύναται να αρπάσει αυτά εκ της
χειρός μου»).
Εκτός από την αμαρτία, καμία
άλλη δύναμη δεν είναι ικανή να αρπάξει τη λυτρωμένη ψυχή από τα χέρια του
Σωτήρα της, εφόσον η ψυχή θέλει να «μένει εν Χριστώ» (Iωάν.ι:27,28).
Η άγκυρα μπορεί να είναι γερή και
το πλοίο καινούργιο, αν όμως η αλυσίδα κοπεί, τότε το ένα γίνεται άχρηστο για
το άλλο.
Το συμπέρασμα της μελέτης μας:
Η αιώνια ασφάλεια της ψυχής μας καθώς και η βεβαιότητα της Σωτηρίας μας εξαρτώνται από την πιστότητα που ο σωσμένος δείχνει απέναντι στο Χριστό, δηλαδή από τη σταθερότητα του στην πίστη.